Πέντε χρώματα, πέντε αρώματα

 

Ο χειμώνας ήρθε και πάλι βαρύς στις ορεινές πλευρές της Μακεδονίας. Οι δουλειές εδώ γίνονται με δυσκολία, το χιονόνερο σε μουσκεύει έως το κόκαλο. Τα πουλιά πετούν βιαστικά ψάχνοντας για κανένα απομεινάρι σπόρου στους δρόμους και γρήγορα κουρνιάζουν στις μικρές φωλιές τους, μέσα στα κεραμίδια. Πίσω από το αχνισμένο τζάμι, το χαδιάρικο μικρό γατάκι περιμένει υπομονετικά να λιώσει το χιόνι, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της σόμπας, που κάθε λίγο και λιγάκι η μαμά ανοίγει το πορτάκι και ρίχνει και από ένα κομμάτι ξύλο.

Το παιχνιδιάρικο γατάκι, με τα όμορφα γκριζογάλανα ματάκια του, παρακολουθεί παράξενα τις μικρές φλογίτσες που ανεβαίνουν προς τα πάνω. Όλα φαίνονται γαλήνια μέσα στο σπίτι. Έξω ο αέρας λυσσομανά, το τσουχτερό κρύο κοκκινίζει τις μύτες και τα αυτιά, παγώνει το κορμί και τα χέρια.

Το χιόνι σε αυτή την όμορφη πλαγιά της Μακεδονίας έχει αλλάξει χρώμα σε όλα τριγύρω. Όλα θυμίζουν ένα παραμυθένιο κόσμο. Στη γωνιά, όμως, του δρόμου, δίπλα στη μικρή εκκλησία της Παναγίας, κουλουριασμένο με τα τριμμένα ρούχα του και τα τρύπια γάντια στα χέρια, στέκει ένα αδύνατο παιδί με τη μικρή του πραμάτεια δίπλα.

Στο χέρι του κρατάει πολύχρωμα μικρά κεριά, ενώ με τη λεπτή φωνούλα του, που από το κρύο και την πείνα έχει χαθεί, προσπαθεί να την κάνει πιο δυνατή και μπάσα.

Παρ' όλα αυτά, όμως, η φωνούλα του ακούγεται μέσα στον παγωμένο αέρα σαν λεπτός ήχος καμπάνας.

"Πέντε χρώματα, πέντε αρώματα", ενώ την ίδια στιγμή προτείνει το μικρό του χεράκι στους βιαστικούς περαστικούς.

"Πάρτε κυρία για το Χριστουγεννιάτικο δένδρο...", ξαναλέει αυτή τη φορά, εκλιπαρώντας ο μικρός, ενώ τα μικρά του χεράκια έχουν παγώσει.

"Πάρτε να στολίσετε το δέντρο σας", ξαναλέει, μπας και τα πουλήσει γρηγορότερα για να γλιτώσει αυτή τη φοβερή παγωνιά.

Ο κόσμος βιαστικός, τρέχει αδιαφορώντας για το μικρό πλανόδιο πωλητή. Οι ώρες περνούν, το κρύο δυναμώνει και ο μικρός έχει δώσει ελάχιστα από τα πολύχρωμα κεράκια του. Όταν δεν περνάει κανένας και ο δρόμος είναι έρημος τα χάζευε κουνώντας τα μικρά παγωμένα του χεράκια, πότε εδώ και πότε εκεί, λες και τα στόλιζε στο δικό του αόρατο δένδρο.

Πόσο έλαμπαν εκείνη την ώρα τα καστανά όμορφα ματάκια του... Πόσο θα ήθελε να ήταν μπροστά σε ένα αληθινό έλατο και να το στολίζει... Να φορούσε καινούργια καθαρά λευκά ρούχα και τα πολύχρωμα κεράκια να λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.

Μα το όνειρο φεύγει γρήγορα και ξαναφέρνει το μικρό παιδί στην πραγματικότητα. Ένα απαλό χέρι τον ακουμπά στον ώμο. Ο μικρός ξαφνιάζεται, και πολύ γρηγορα, κοιτώντας την κυρία λέει το ποίημά του:

"Πέντε χρώματα, πέντε αρώματα".

Η καλοντυμένη κυρία τον ρωτάει ευγενικά:

"Έχεις πολλά τέτοια κεράκια;"

Ο μικρός απορεί! Τέτοια ερώτηση δεν την περίμενε. Συνήθως τον ρωτούν: “Πόσο έχουν τα πολύχρωμα κεράκια, μικρέ;”

Ξαφνιάζεται, τα χάνει για λίγο, και με φοβισμένη φωνή της απαντάει ευγενικά:

"Αρκετά κυρία, τόσα που δεν βλέπω να τα πουλήσω και κάνει πολύ κρύο".

Η καλοντυμένη κυρία τον χαϊδεύει απαλά στο κεφαλάκι, ενώ ο μικρός παρατηρεί το ολοκαίνουργιο παλτό της κυρίας από αστρακάν. Ξαφνικά νιώθει πολύ ντροπιασμένος. Κοιτάζει τα δικά του ρούχα και προσπαθεί να τα διορθώσει. Την αμηχανία του αυτή τη διακόπτει πάλι η κυρία.

"Μέτρα πόσα είναι τα κεράκια και βάλ' τα μου στο δίχτυ με τα ψώνια".

Την κοιτάζει ο μικρός σαστισμένος, δεν πιστεύει στα μάτια του. Τέτοια τύχη απ' τον ουρανό!!! “Μήπως είναι η καλή μου νεράιδα;”, σκέφτεται.

Τα τρεμάμενα χεράκια του τον προδίδουν, το μυαλό του δουλεύει γρήγορα, ενώ μετρά τα πολύχρωμα κεράκια.

"Θεέ μου, σ' ευχαριστώ"...

Ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι επιτέλους θα φύγει πριν νυχτώσει. Ονειρεύεται το μικρό ζεστό σπιτάκι του όπου τον περιμένει το χαδιάρικο άσπρο γατάκι του. Κάνοντας αυτές τις γρήγορες, μα ευχάριστες σκέψεις, ακούει ξανά την κυρία να τον ρωτάει:

"Λοιπόν, πόσα είναι τα κεράκια παιδί μου;"

Ο μικρός γρήγορα της απαντά ευγενικά:

"Σαράντα κυρία, τα θέλετε όλα;"

Ναι, ναι, δώστα μου, το δέντρο είναι λίγο μεγάλο και θα τα χρειαστώ για να φωτίζει καλύτερα".

Ο μικρός τα βάζει μέσα στο δίχτυ με προσοχή, δίπλα στα άλλα όμορφα κουτιά που ήταν τυλιγμένα με πολύχρωμο χαρτί. “Θα είναι δώρα για τα παιδιά της”, σκέφτηκε λίγο πικραμένα και συννέφιασαν τα καστανά του ματάκια, ενώ μέσα στην αγνή ψυχούλα του σκεφτόταν ότι αυτόν δεν τον περίμενε κανένα τέτοιο όμορφο κουτί, ποτέ, ούτε τώρα που ήταν Χριστούγεννα.

Μα και πάλι τον βγάζει από αυτές τις σκέψεις του το ζεστό χέρι της κυρίας που ακουμπά στο δικό του και του αφήνει ένα μεγάλο χαρτονόμισμα. Ο μικρός το κοιτάει έκπληκτος, με ορθάνοιχτα τα καστανά ματάκια του, κι ενώ αναρωτιέται “τι νόμισμα είναι αυτό”, λέει στην κυρία:

"Αυτό το χαρτονόμισμα, κυρία, είναι πολύ μεγάλο, δεν το έχω ξαναδεί και δεν έχω και να σας δώσω και τα ρέστα".

Δεν ξεκολλά όμως τα μάτια του από το χαρτονόμισμα που το έβλεπε για πρώτη φορά.

"Δεν πειράζει", του απαντά με ευγένεια η καλοσυνάτη κυρία.

"Τα υπόλοιπα να πάρεις ένα δώρο για σένα", του λέει και χαμογελάει πλατιά με το υπέροχο χαμόγελο της καλοσύνης.

"Αλήθεια, τι τάξη πας;"

Ο μικρός την κοιτάει με αγάπη και σεβασμό, λες και έβλεπε την καλή του νεράιδα και της απαντάει:

"Πάω στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού, με τα χρήματα που περισσεύουν θα πάρω αυτές τις ξύλινες πολύχρωμες μπογιές που μου αρέσουν πολύ".

Και κοιτώντας την γλυκά στα μάτια ξαναλέει:

"Σας ευχαριστώ πολύ κυρία, να είσθε καλά".

Η κυρία προχώρησε, αφήνοντας στο μικρό όχι μόνο τα χρήματα, αλλά και το γλυκό της χαμόγελο. Το παιδί του δρόμου προσπαθούσε να επιβιώσει τίμια από μικρός, δουλεύοντας σε χίλιες δυο δουλειές. Βλέποντας ο μικρός να απομακρύνεται η καλή του νεράιδα μάζεψε τα άδεια κουτάκια του, χοροπήδησε δυο - τρεις φορές χαρούμενος, λέγοντας πάλι το ίδιο ποίημα που το έλεγε τόσες φορές αυτές τις μέρες και με την καρδιά γεμάτη χαρά και τις μικρές του τσέπες να κουδουνίζουν από χρήματα, άρχισε να τρέχει βιαστικά στον παγωμένο δρόμο.

Ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο ζεστό μικρό του σπίτι. Σκεφτόταν την μάνα του και τη χαρά που θα έκανε σαν τον έβλεπε νωρίς στο σπίτι να έχει ξεπουλήσει. Σκεφτόταν το μικρό γατάκι του που θα είχε λίγο χρόνο να παίξει μαζί του πριν κοιμηθεί.

"Είναι τόσο όμορφο!.."

Παραμιλάει καθώς ακολουθεί το δρόμο προς το σπίτι. Επιτέλους, έφτασε στο φτωχικό του, είχε τόσα πολλά ευχάριστα να πει στην γλυκιά του μανούλα, που δεν ήξερε πως να αρχίσει. Ανοίγοντας την πόρτα έπεσε χαρούμενο στη ζεστή αγκαλιά της μανούλας του. Την κοίταξε χαμογελώντας, λάμποντας τα καστανά του μάτια και πριν προλάβει να της πει τα ευχάριστα νέα, ο μικρός έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς:

"Α!... πω πω!! Τι 'ναι αυτό που βλέπουν τα ματάκια μου μαμά;"

Η μαμά τον χάιδεψε τρυφερά και πιάνοντάς τον από το μικρό του χεράκι τον οδήγησε προς το μεγάλο δέντρο που έλαμπε με τις κόκκινες μπάλες και τα πολύχρωμα κεράκια.

"Σου αρέσει αγόρι μου;", τον ρωτάει η μαμά και τα μάτια της αστράφτουν από χαρά που βλέπει το αγγελούδι της να είναι τόσο χαρούμενο.

"Είναι το δώρο σου", ξαναλέει η μαμά και τον χαϊδεύει απαλά στο κεφαλάκι. Ο μικρός τα έχει χαμένα, δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από αυτό το υπέροχο δένδρο, δεν ξέρει τι να πει, ενώ από το μυαλουδάκι του περνάει μια σκέψη:

"Αυτά τα πολύχρωμα κουτιά που είναι κάτω από το δένδρο κάπου τα 'χω ξαναδεί..."

Τις σκέψεις του τις διακόπτει η φωνή της μαμάς:

"Ξέρεις αγόρι μου, πριν λίγο πέρασε από εδώ μια κυρία, δεν ξέρω πώς τη λένε, αλλά τη βλέπω τακτικά στην εκκλησία, φορούσε ένα πολύ ωραίο παλτό και είχε ένα δίχτυ γεμάτο πράγματα. Χτύπησε την πόρτα και όταν της άνοιξα μου είπε ότι όλα αυτά τα πράγματα (και έδειξε προς το δένδρο) είναι για σένα. Εγώ ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα τι να πω, τα είχα χαμένα, το μόνο που μπόρεσα να της πω ήταν “σας ευχαριστώ πολύ κυρία”, την ώρα που εκείνη μου ευχόταν “Καλά Χριστούγεννα”".

Η μαμά σταμάτησε να μιλάει, ενώ το μικρό παιδί κοίταζε σαστισμένο το υπέροχο αυτό δέντρο με τις πολύχρωμες γυαλιστερές μπάλες και τα χρωματιστά κεράκια.

"Θεέ μου...".

Συλλογίζεται: "Είναι αληθινό".

Και άπλωσε το χεράκι του να το πιάσει. Η μαμά μην ξέροντας τι σκέπτεται το παιδί της και τι του είχε συμβεί, το ξαναρωτά χαρούμενη:

"Σου αρέσει παιδί μου; Είδες πως ο θεός δεν μας αφήνει και μας σκέφτεται πάντα".

"Ναι μανούλα μου", της απαντά το μικρό παιδί και την αγκαλιάζει με τα δυο μικρά παγωμένα χεράκια του. Παίρνει το μικρό γατάκι του αγκαλιά, κάθεται κάτω, μπροστά στο στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δένδρο και με δάκρυα χαράς, αυτή τη φορά, αρχίζει να σιγοτραγουδά:

"Άγια νύχτα, σε προσμένει..."

 

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου