Ο Κούρκος

 

Παραμονή Χριστουγέννων. Πλησιάζει η μέρα που ο θεάνθρωπος θα έρθει στη γη να διδάξει την αγάπη και την ειρήνη. Οι ετοιμασίες πολλές, οι δουλειές της νοικοκυράς πολλαπλασιάζονται, τα καταστήματα γεμάτα, φορτωμένα με χίλια δύο πράγματα. Η χαρά των παιδιών έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της και η περιέργεια και η αγωνία στα ίδια επίπεδα.

"Μαμά, πότε θα φτιάξεις τα γλυκά"; ρωτάει χαδιάρικα ο μικρός.

"Μη βιάζεσαι", του απαντά καλοκάγαθα η μαμά. "Όλα έχουν τη σειρά τους.

Ο πατέρας πιο εκεί, καθισμένος στην πολυθρόνα του, πίνει απολαμβάνοντας, τον πρωινό του καφέ.

"Μπράβο βρε γυναίκα, ο καφές ήταν ό, τι πρέπει, ξέρεις, με τονώνει και τον έφτιαξες ακριβώς όπως τον πίνω, σε ευχαριστώ".

Η μητέρα κάθισε δίπλα του για λίγο και με τη γλυκιά της φωνή τον ρωτάει:

"Τι θα γίνει με τη χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα; Θα πάρουμε από αυτόν που περνάει και θα τη σφάξεις εσύ; Ή θα πάρουμε έτοιμη από τον χασάπη;"

Ο πατέρας σκέφτεται για λίγο και κοιτώντας την, τη ρωτάει:

"Εσύ τι αποφάσισες; Τι προτιμάς;"

Η μητέρα αγγίζει απαλά το χέρι του, τον κοιτάει με ευχαρίστηση, που της δίνει όπως πάντα το λόγο για διάλογο και του απαντάει ήρεμα:

"Ξέρεις, θα είναι προτιμότερο να πάρουμε από το χασάπη, γιατί το παιδί δεν θέλω να λυπηθεί όπως πέρυσι, που το σφάξαμε και μετά δεν έφαγε".

"Εντάξει, περάσω από το Γιώργο να του πω να μου κρατήσει μια λίγο μεγάλη, γιατί θα έρθουν επισκέπτες, μια που γιορτάζεις".

Αμέσως σηκώνεται, βάζει το παλτό του, χαιρετά την αγαπημένη του γυναίκα και κάνοντας το σταυρό του βγαίνει από το σπίτι.

"Στο καλό. Να προσέχεις", ακούγεται η φωνή της μητέρας, κλείνοντας την πόρτα. Ξαναγυρίζει στις δουλειές της ενώ σκέφτεται πως θα είναι καλύτερα να φτιάξει το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Τις σκέψεις της διακόπτει μια δυνατή φωνή και ένας ελαφρύς θόρυβος.

"Κούρκους, καλούς κούρκους, ελάτε νοικοκυρές να ψωνίσετε για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι σας".

Η γυναίκα σταματά για λίγο τις δουλειές της και πλησιάζει στο παράθυρο. Ένα κοπάδι από μαύρες γαλοπούλες προχωρά ψάχνοντας και για κανένα σποράκι στο δρόμο, ενώ ο άνθρωπος που τις οδηγεί με ένα μακρύ καλάμι, προσπαθεί να τις έχει όλες συγκεντρωμένες. Κάθε τόσο σταματά και φωνάζει κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά:

"Γαλοπούλες, καθαρές γαλοπούλες, ελάτε, λίγες μείνανε ακόμα".

Η γυναίκα παρακολουθεί και ένα ελαφρύ μειδίαμα διαγράφεται στα χείλη της. Και ψιθυρίζει σιγανά, λες και μιλάει σε κάποιον.

"πράγματι, περπατάει περήφανα αυτό το πουλί και είναι κρίμα που το σφάζουν κάθε Χριστούγεννα". Και η σκέψη της γυρίζει πίσω στα παλιά και θυμάται τον "κούρκο" της γειτονιάς της, τότε που και αυτή ήταν μικρή σαν τον μικρό της.

"Ναι", λέει μονολογώντας, "όλα τα παιδιά είχαμε και από κάποιο παρατσούκλι" και γελάει αυτή τη φορά δυνατά σαν τότε που το ένα παιδί πείραζε το άλλο.

Από την αυλή τρέχοντας μπαίνει στην αγκαλιά της το μικρό παιδί.

"Άκου μαμά αυτόν που φωνάζει! Κοίτα πόσες πολλές γαλοπούλες έχει!"

"Ναι", του λέει καλοκάγαθα η μητέρα και τον τραβάει στην αγκαλιά της.

"Βλέπεις πόσο περήφανο είναι αυτό το πουλί;", τον ρωτάει και τον κοιτάει στα σπινθηροβόλα μάτια του. "Θέλεις να σου πω μια αληθινή ιστορία για ένα μικρό παιδί που όταν ήμασταν μικροί το λέγαμε "κούρκο";"

"Ναι! Ναι!", απαντάει ο μικρός χοροπηδώντας.

"Λοιπόν, άκου με προσοχή αυτά που θα σου πω: Το παρατσούκλι του ήταν "κούρκος", αλλά το πραγματικό του όνομα Θοδωρής. Ζούσε με τη μαμά του και τα άλλα έξι αδέλφια του σε μια μικρή παράγκα. Ήταν χαμόσπιτο, μα πεντακάθαρο, ασπρισμένο με λογιών - λογιών ντενεκέδες με λουλούδια. Η ζωή απλή, με πολύ αγώνα και τρεχιό για την επιβίωση.

"Ήταν βλέπεις ο μεγάλος γιος και έπρεπε να βοηθήσει τα μικρά και την οικογένεια. Κάθε πρωί, λοιπόν, ο "κούρκος" έπαιρνε το μικρό του καλαθάκι και πήγαινε στο φούρνο. Ο φούρναρης, πάντα γελαστός, υποδεχόταν στο μαγαζί του το μικρό "κούρκο", γιατί μπορεί να ήταν φτωχό παιδί, μα ήταν καθαρό, τίμιο και πολύ ευγενικό.

– Καλημέρα κυρ-Παντελή, καλή βδομάδα.

– Καλημέρα Θεοδωράκη, πόσα κουλούρια θες σήμερα;

– Κυρ-Παντελή σήμερα είναι Δευτέρα και κάθε Δευτέρα τα παιδιά παίρνουν περισσότερα κουλούρια. Δώσ' μου πενήντα και μακάρι να τα πουλήσω.

Ο μικρός Θοδωρής έπαιρνε κάθε πρωί λίγα κουλούρια, τα πούλαγε πρωί - πρωί και μετά πήγαινε σχολείο. Κάθε Δευτέρα ήταν πιο χαρούμενος γιατί πήγαινε περισσότερα χρήματα στη μητέρα του και αυτή με τη σειρά της τακτοποιούσε τις ανάγκες του σπιτιού. Μια και τις άλλες μέρες που ο μικρός Θοδωρής παρά τις φιλότιμες προσπάθειες δεν μπορούσε να τα πουλήσει όλα, κατά βάθος δεν ήταν και πολύ στεναχωρημένος. Μαζί με τα μικρότερα αδέλφια του έκοβαν τα κουλούρια σαν αντίδωρα και τα μοιραζόντουσαν. Ο Στέφανος ήταν αυτός που πεινούσε περισσότερο. Ίσως γιατί ήταν και ο πιο αδύνατος. Ο καημένος ο Θοδωρής πάντα έδινε και το δικό του μερίδιο. "Φάτε", έλεγε, "αύριο ίσως περισσέψουν περισσότερα".

Κάθε πρωί το ίδιο δρομολόγιο. Η δουλειά και τα γράμματα πήγαιναν μαζί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ένοιωθε περήφανος που διέφερε από τα άλλα παιδιά, που έβγαζε από μικρός μόνος του το ψωμί του αλλά και που στα γράμματα τα πήγαινε τόσο καλά. Ο δάσκαλος τον κοίταζε πάντοτε με αγάπη και κάθε πρωί, αφού έπαιρνε κι αυτός κανα-δυο κουλούρια για να τον ενισχύσει, τον ρωτούσε:

– Πώς πήγε σήμερα το μαγαζί, Θεοδωράκη;

– Ήταν πολύ καλή μέρα κύριε, τα πούλησα όλα και ας μην ήταν Δευτέρα!

Ήταν πάντα ευγενικός και περήφανος. Κανείς δεν ήξερε ποτέ αν πεινάει. Γι' αυτό τον έλεγαν "κούρκο". Δεν έμοιαζε με κακομοίρης. Δεν κλαιγόταν ποτέ. Πάντα έλεγε "όλα είναι μια χαρά".

Κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, ο μικρός "κούρκος" έβαφε το καλαθάκι του για να είναι πεντακάθαρο λόγω των εορτών. Ο κυρ-Παντελής τον εκτιμούσε πολύ. Κάθε τέτοιες μέρες, λοιπόν, του έλεγε:

– Θεοδωράκη, πόσα είναι τα κουλούρια που πήρες;

– Πενήντα, κυρ-Παντελή.

– Και εφτά κουλούρια δώρο του καταστήματος, να φάτε από ένα ολόκληρο εσύ και τα αδέλφια σου.

Ο μικρός "κούρκος" κοκκίνιζε, έχανε τα λόγια του, κατέβαζε τα μικρά αθώα μάτια του και με τρεμάμενη φωνή, έλεγε:

– Ευχαριστώ κυρ-Παντελή, δεν ήταν ανάγκη. Μου περισσεύουν καμιά φορά και τα δίνω στα αδελφάκια μου και τρώνε. Να είσθε καλά. Και με τα μικρά τρεμάμενα χεράκια του έπαιρνε τα κουλούρια.

Ο μικρός "κούρκος" ήταν πολύ φιλότιμος και εργατικός και έτσι πέρασαν τα χρόνια του δημοτικού με δουλειά πριν το σχολείο και πολύ διάβασμα μετά. Ακόμα και το βράδυ, σαν έπεφτε στο μικρό του κρεβατάκι να κοιμηθεί, αγκαλιά πάντοτε με κάποιο αδελφάκι του, γιατί δεν έφταναν τα κρεβάτια, στριμωγμένος σε μια γωνία με το μικρό ταλαιπωρημένο κορμάκι του να παραδίνεται στην αγκαλιά του ύπνου, το μικρό του μυαλουδάκι πάλι δούλευε και παραμιλούσε δυνατά: "φρέσκα κουλούρια για τα παιδιά σας, φρέσκα ζεστά κουλούρια".

Καμιά φορά ξυπνούσε χορτάτος γιατί οι επιθυμίες της ημέρας πραγματοποιούνταν στα όνειρά του, όταν έβλεπε να τρώει ζεστά φρέσκα μυρωδάτα κουλούρια που μόλις είχε πάρει από τον κυρ-Παντελή. Μα πολλές φορές το όνειρό του σταματούσε απότομα. Μια γνώριμη φωνή και ένα χάδι στα μαλλιά, του υπενθύμιζε τις υποχρεώσεις του.

– Σήκω Θεοδωράκη να προλάβεις να πας στον κυρ-Παντελή. Άντε αγόρι μου. Σήμερα είναι Δευτέρα.

Έτσι σταματούσε το όνειρο του μικρού Θεοδωράκη, με τα μάτια του να ανοίγουν, ενώ το στόμα συνέχιζε να μασουλά μια βούκα από το ζεστό φρέσκο κουλούρι του ονείρου του".

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη - Λιβανίου