Μια αληθινή ιστορία

 

Φθινοπωρινό απόγευμα, ο ουρανός είναι έτοιμος να ρίξει πολλή βροχή, έχει σχεδόν συννεφιάσει, κατάλληλος ο καιρός για να κουρνιάσεις λίγο κάτω από την πολύχρωμη κουβέρτα σου. Με αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα ο εγγονός του κυρ-Γιώργη προτείνει:

"Παππού, πάμε να ξαπλώσουμε μαζί και να μου πεις για εκείνη την ιστορία της Κατοχής;"

"Σου τα έχω πει, παιδί μου, τόσες φορές. Με αυτές τις ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθια μεγάλωσες και εσύ και ο αδελφός σου".

"Δεν πειράζει, παππού, σε παρακαλώ, ξαναπές μου, θέλω να τα ακούω...".

Έτσι ο παππούς παίρνει τον εγγονό στην αγκαλιά του, τον χαϊδεύει στοργικά, τον φυλάει στα δυο ροδοκόκκινα μάγουλα και του λέει:

"Άντε, πάλι με κατάφερες, πάμε να ξαπλώσουμε για λίγο μαζί μια και ο καιρός είναι μουντός και δεν θα πάμε πουθενά".

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του ο παππούς, ο μικρός είχε βρεθεί κάτω από την πολύχρωμη κουβέρτα.

"Έλα, έλα παππού, περιμένω", φωνάζει και κουνάει το χέρι του, ενώ ο παππούς με το αργό του βήμα ετοιμάζεται να φτάσει στο κρεβάτι όπου ο μικρός με την αγωνία ζωγραφισμένη στα δυο σπινθηροβόλα μάτια του τον τραβά κοντά του με αγάπη.

"Λοιπόν", ξαναλέει, "ποια απ' όλες θα μου πεις;"

Ο παππούς σκέφτεται για λίγο και τον ρωτάει:

"Θέλεις να σου πω για το καμιόνι των Γερμανών με τις πατάτες;"

"Ναι, ναι", λέει το παιδί και αγκαλιάζει τον παππού με τα μικρά παχουλά χεράκια του.

"Κάτσε φρόνιμα και άκου", λέει ο παππούς.

"Τότε που την Ελλάδα μας την είχαν καταλάβει Γερμανοί, εμείς οι Έλληνες υποφέραμε πολύ, πεινούσαμε, φοβόμασταν γιατί οι Γερμανοί δεν αστειεύονταν. Αν σε έπιαναν ή ακόμα και να υποπτεύονταν, χανόσουν για πάντα στα μπουντρούμια από το ξύλο ή σε έστελναν στην πατρίδα τους για καταναγκαστικά έργα, δηλαδή σκλάβο μέχρι να πεθάνεις από την πολύ δουλειά, το κρύο και την αρρώστια".

"Εσύ παππού, πόσο χρονών ήσουν τότε;", ρωτάει με παιδική αφέλεια ο μικρός, ενώ τα μάτια δείχνουν πόσα θέλει να ρωτήσει ακόμα τον αγαπημένο του παππού.

"Τότε παιδί μου εγώ ήμουν περίπου δώδεκα χρονών, μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό, γ ι' αυτό δεν έμαθα και περισσότερα γράμματα, δεν λειτουργούσαν τα σχολεία, οι δάσκαλοι ήταν φαντάροι, πολεμούσαν όλοι ενάντια στους Γερμανούς. Πού μυαλό για γράμματα; Η πείνα και ο φόβος δεν σου έδιναν τέτοιες πολυτέλειες".

"Πω, πω, παππού, πόσο δύσκολα φαντάζομαι θα ήταν να μην πηγαίνεις σχολείο και να πεινάς", λέει ο μικρός και κουρνιάζει περισσότερο δίπλα στον καλοκάγαθο παππού του.

"Λοιπόν", ξαναλέει ο παππούς, "ήταν ένα καμιόνι που ερχόταν τακτικά σε κάποια γερμανική υπηρεσία. Εκεί ξεφόρτωνε τσουβάλια με πατάτες, εμείς από κάποια γωνιά του δρόμου παρακολουθούσαμε τους εργάτες που τις κουβαλούσαν και παρακαλούσαμε να πέσει και καμιά από κάποια τρύπα για να τρέξουμε γρήγορα - γρήγορα και κρυφά να την πάρουμε. Έτσι και έγινε, λοιπόν, κάποια μέρα κύλησαν δίπλα στο πεζοδρόμιο δυο πατάτες, εμείς έτοιμοι να τρέξουμε μόλις ο φρουρός γυρίσει από την άλλη μεριά. Οι πατάτες ήταν δυο - τρεις και εμείς ήμασταν πέντε, αλλά αγώνας ποιος θα προλάβει την πάρει και ταυτόχρονα να εξαφανιστεί για να μην τον πιάσει ο Γερμανός φρουρός. Έτσι και έγινε, λοιπόν. Μόλις ο στρατιώτης πήγε λίγο παραπέρα, ορμήσαμε όλοι μαζί σαν τα κοράκια στο ψοφίμι. Ένα “αλτ” ακούστηκε τόσο δυνατό που μας πάγωσε, ο Κώστας που ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα πρόλαβε πήρε δυο πατάτες και εξαφανίστηκε μέσα στα στενά δρομάκια, ενώ εγώ είχα κοκαλώσει. Με πλησίασε ο Γερμανός στρατιώτης, μόνο που τον έβλεπες πάγωνες, γινόσουν στήλη άλατος. Με πιάνει από το γιακά του πουκαμίσου μου, με τραβάει σαν κάδο απορριμμάτων πιο κει, με στήνει στον τοίχο και με ρωτάει στα γερμανικά κάτι που μπορεί να μην κατάλαβα τη γλώσσα, κατάλαβα όμως με το ύφος του τι μου είπε. Εγώ έτρεμα, ο τοίχος ήταν για μένα στήριγμα, γιατί αλλιώς θα είχα πέσει κάτω. Ήταν αδύνατο να βγάλω λέξη.

Ο γερμανός με τραβάει πάλι από το γιακά, με βάζει μέσα στο καμιόνι που τώρα ήταν άδειο από πατάτες, αλλά είχε εμένα και με πετάει μέσα σαν άδειο σακί.

Άρχισα να κλαίω, να τρέμω, να φοβάμαι. “Θεέ μου, πού με πάει αυτός ο βάρβαρος;”, αναρωτιόμουν. Δεν άργησα βέβαια να μάθω σε λίγο. Το αυτοκίνητο είχε φτάσει κάπου. Πάλι η δυνατή αυταρχική φωνή του ακούστηκε και εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να υπακούσω. Μέσα μου παρακαλούσα το Θεό, χωρίς να θυμάμαι ούτε τα λόγια να πω μια προσευχή, έστω πριν με σκοτώσει.

Κατέβηκα με τρεμάμενα πόδια, ενώ με την άκρη του όπλου του με έσπρωξε βίαια στα πισινά. Μπήκαμε σε ένα χώρο που ούτε πρόσεξα καλά - καλά πώς ήταν, στρίψαμε αριστερά, άνοιξε με το κλειδί μια βαριά πόρτα και με έσπρωξε μέσα με βία.

Τα 'χασα. Κοκάλωσα. Σχεδόν σκοτεινά. “Δεν πρόκειται να βγω ποτέ από εδώ”, σκέφτηκα. “Θεέ μου”, ξαναψιθύρισα, “δεν έκανα κανένα κακό”. Ο χώρος αυτός έμοιαζε με φυλακή, όνο που η αίθουσα ήταν μεγάλη. Στο βάθος είχε μια τζαμαρία κολλημένη με χαρτί σκούρο, γι' αυτό το φως δεν έμπαινε πολύ. Στο βάθος, κάτω στο πάτωμα, ήταν κουλουριασμένο μέσα στα κουρέλια του ένα άλλο παιδί, ίσως μεγαλύτερο από εμένα. Με φόβο τον πλησιάζω, τον ακουμπώ στο λιγδωμένο κεφάλι του, ενώ εκείνος γυρίζει αργά και με κοιτάει με πόνο.

“Τι είναι εδώ;”, τον ρωτάω.

“Πού θες να ξέρω, μάλλον φυλακές των καταραμένων”.

Ο φόβος μου μεγαλώνει. “Θεέ μου τι να μας κάνουν άραγε; Πόσες μέρες θα μείνουμε;”. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, βρομούσε ;;;;;;;, το κουλουριασμένο παιδί πού και πού έβγαζε κραυγές πόνου.

“Πονάς;”, τον ρωτάω, “σε χτύπησαν”;

“Τι άλλο μπορούσαν να μου κάνουν οι άνανδροι; Έχουν βλέπεις τη δύναμη στα χέρια τους και χτυπούν όπου βρουν, όποιον βρουν”.

Έκανε πάλι μια γκριμάτσα πόνου, πιάνοντας την κοιλιά του.

την ώρα εκείνη ανοίγει η πόρτα, σταματούν τα πάντα, τα μάτια μας ορθάνοιχτα από το φόβο. Κοιτάμε προς το φως που άφησε να μπει στο άνοιγμα της πόρτας. Ένας Γερμανός στρατιώτης κατά τον ίδιο τρόπο που έσπρωξε εμένα πριν λίγη ώρα, έσπρωχνε και μια κοπέλα καταματωμένη στο πρόσωπο και στα χέρια. Η κοπέλα έπεσε καταγής μπρούμυτα, ενώ τα στραπατσαρισμένα ρούχα της άφησαν να φανούν δυο πόδια λεπτά, γεμάτα κοκκινίλες.

Η πόρτα γρήγορα ξανάκλεισε, την ξαναπέσαμε πάλι σε ένα μισοσκόταδο, το παιδί που βαστούσε την κοιλιά του σύρθηκε έως την κοπέλα, της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά και της λέει:

“Αμαλία, πονάς πολύ, σε πιάσανε αυτή τη φορά και εσένα. Δεν μπορέσαμε να τους ξεφύγουμε, αλλά πού θα μας πάνε; Κάποτε θα ελευθερωθούμε και τότε θα μπορέσουμε να σηκώνουμε με υπερηφάνεια τη γαλανόλευκη και να διαλαλούμε σε όλους τους λαούς πόσο περήφανοι ήταν από πάντα οι Έλληνες και δεν αντέχουν στο ζυγό της δουλείας”.

Αυτά είπε το παιδί με τέτοια περηφάνια, σαν να έλεγε τον εθνικό ύμνο και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο πάτωμα, που ήταν σκυμμένος πάνω από την ταλαιπωρημένη κοπέλα.

Οι ώρες περνούσαν, το σκοτάδι πύκνωνε, καμιά φωνή δεν ακουγόταν από πουθενά.

“Θα μας ξεχάσουν εδώ μέσα”, λέω και βάζω τα κλάματα.

“Μη φοβάσαι μικρέ”, μου λέει το παλικάρι, “οι Γερμανοί δεν ξεχνούν εύκολα, μόνο έχε δυνάμεις να αντέξεις τα βασανιστήριά τους για να 'σαι περήφανος να λέγεσαι Έλληνας”.

Εγώ τον έβλεπα σαν ήρωα, δεν ήξερα τι γινόταν ακόμα γύρω μου, σκεφτόμουν και τη μάνα μου που θα ανησυχεί, γιατί άργησα και με έπιανε περισσότερη αγωνία. Άραγε θα της το είπε κανένας ότι με πιάσανε ή θα κοντεύει να τρελαθεί η καημένη η μανούλα μου, νομίζοντας ότι με τουφέκισαν ή με πήρε καμιά αδέσποτη που ήταν τότε πολύ συνηθισμένο φαινόμενο".

"Πες μου παππού, τι έκανε το καημένο το κορίτσι και του φέρθηκαν έτσι βάναυσα", ρωτάει περίεργα ο μικρός εγγονός.

"Μμμμ, παιδί μου, η κοπέλα ήταν μια πραγματική ηρωίδα. Πουθενά καμιά ιστορία δεν τη γράφει, ούτε αυτή ούτε το παλικάρι. Αυτούς τους ξέρουν μόνο αυτοί που τους έζησαν, οι συγγενείς τους και η ίδια η πατρίδα που τους δαφνοστεφάνωσε ψηλά στον ουρανό, κοντά στο Θεό.

Αυτή λοιπόν η κοπέλα, μαζί με το παλικάρι και άλλους νέους πηγαίνανε κρυφά και σε δημόσιους χώρους και κτίρια, έβαζαν ελληνικές σημαίες για να δώσουν να καταλάβουν στους Γερμανούς ότι εδώ είναι δικός τους χώρος, η πατρίδα τους και είναι ανεπιθύμητοι. Έτσι, κάποια νύχτα την έπιασαν και τη σακάτεψαν στο ξύλο. Οι Γερμανοί δεν ξεχώριζαν άνδρες ή γυναίκες, μα ούτε και παιδιά σαν κι εμένα που ήμουν τότε. Όλοι είχαμε την ίδια μοίρα σαν πιανόμασταν στα χέρια τους".

Ο παππούς πήρε μια βαθιά ανάσα, ανακάθισε λίγο καλύτερα στα μεγάλα μαξιλάρια του καιμε το βλέμμα στυλωμένο απέναντι στα εικονίσματα, ξαναλέει στο μικρό:

"Το πώς γλίτωσα από εκείνο το μπουντρούμι ήταν θαύμα της Παναγίας, που άκουσε τις προσευχές της μάνας μου".

"Γιατί παππού; Τι έγινε μετά;", ξαναλέει ο μικρός και πιάνει με τρυφερότητα το χέρι του ασπρομάλλη παππού του.

"Αχ, παιδάκι μου, αυτά τα χρόνια παρ' όλο που ήταν τα παιδικά μου, ήταν τα πιο δύσκολα, καλύτερα να μην τα σκεφτόμαστε".

"Έλα, πες μου, πες μου, τι σε έκαναν εσένα και τους άλλους;"

"Το πρωί, λοιπόν, αφού όλη τη νύχτα την περάσαμε κουβεντιάζοντας και με την αγωνία μην έρθουν και τι θα γίνει, άνοιξε πάλι η πόρτα και ο Γερμανός στρατιώτης φώναξε δυνατά να βγούμε έξω και να πάμε στο γραφείο του διοικητή, που ήταν στον δεύτερο όροφο. Σερνόταν η κοπέλα και το παλικάρι και εγώ από κοντά, ανεβήκαμε. Περιττό να σου πω ότι έτρεμα, έκλαιγα και πονούσα παντού, πριν ακόμα με δείρουν, όπως φανταζόμουν από αυτά που άκουγα όλη νύχτα. Ο διοικητής μιλούσε λίγα ελληνικά, αρκετά καλά μπορώ να πω. Με είδε εμένα πρώτα και με ρώτησε πώς με λένε. “Γιώργο”, του απαντάω, ενώ τον παρακολουθούσα στα μάτια με αγωνία και αναρωτιόμουν τι θα με κάνει. Εκείνη τη στιγμή ρωτάει στα γερμανικά που δεν κατάλαβα λέξη τον στρατιώτη που βρισκόταν δίπλα του. Η αγωνία κορυφώνεται. Από αυτά που θα πει αυτός ίσως κρίνεται η τύχη μου εδώ μέσα. “Θεέ μου σε παρακαλώ”, προλαβαίνω να πω, ενώ ο διοικητής με ξαναρωτά: “Γιατί πήγες να κλέψεις πατάτες;”

“Δεν τις έκλεψα κύριε”, του λέω με τρεμάμενη φωνή, δεν ξέρω και εγώ πώς...

Με κοιτάει ξανά από πάνω έως κάτω με ένα βλέμμα που δεν μπόρεσα ποτέ να το χαρακτηρίσω και λέει πάλι κάτι στα γερμανικά στο στρατιώτη. Ο στρατιώτης με πλησιάζει με πιάνει πάλι από το γιακά του βρόμικου πουκαμίσου μου και με βγάζει έξω. Εκεί σταματά για λίγο και με την κάνη του όπλου του με σπρώχνει στον πισινό και μου φωνάζει τόσο δυνατά που τρόμαξα:

“Ράους, ράους”.

Εγώ τα 'χασα, τον κοίταξα με μάτια φοβισμένα χωρίς να ξέρω τι ακριβώς θέλει από μένα. Αυτός με ξανασπρώχνει τόσο δυνατά που κόντεψα να κουτρουβαλιαστώ. Όταν συνήλθα βρισκόμουν έξω από αυτό τον καταραμένο χώρο. Ήμουν ελεύθερος. Δεν το πίστευα στα μάτια μου. Άρχισα να χοροπηδώ και να φωνάζω “είμαι ελεύθερος, είμαι ελεύθερος”. Δεν πονούσα πουθενά. Έβαλα φτερά στα κουρασμένα μου πόδια και κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Στο δρόμο ο κόσμος με κοιτούσε με απορία, άλλοι χαμογελούσαν και άλλοι κουνούσαν το κεφάλι. Μόνο η μάνα μου κατάλαβε το μέγεθος της χαράς μου, σαν με έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της και δάκρυα χαράς πλημμύρισαν τα αυλακωμένα μάγουλά της.

“Δόξα σοι ο Θεός, ακούστηκαν οι προσευχές μου”, είπε και έκατσε αποκαμωμένη πάνω στην πρώτη καρέκλα που βρήκε δίπλα της.

“Να 'ξερες, παιδάκι μου τι τράβηξα όλες αυτές τις ώρες που έμαθα ότι σε έπιασαν οι Γερμανοί”, είπε και με φίλησε τρυφερά στα μάγουλα.

“Αχ, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, μπορεί να μου πήρε τον άνδρα μου νωρίς, αλλά τουλάχιστον μου χάρισε εσένα”, είπε και ξέσπασε σε αναφιλητά σαν θυμήθηκε πάλι τον πατέρα μου, που ο δόλιος πήγε από αδέσποτη σφαίρα των Γερμανών, καθώς γύριζε από τη δουλειά του.

“Έλα μανούλα, ησύχασε τώρα, είμαι εδώ κοντά σου”, της είπα και την αγκάλιασα τρυφερά", είπε ο παππούς, ενώ χωρίς να το καταλάβει αγκάλιαζε το μικρό του εγγονό, λες και αγκάλιαζε τη μάνα του. Η διήγηση τον είχε φέρει τόσο κοντά στην εποχή εκείνη... Τη ζούσε ξανά, ήταν τόσο απορροφημένος που δεν κατάλαβε ότι τα μάτια του τρέχανε, ενώ το μικρό παιδί του σκούπιζε τα μάτια με ευλάβεια, λες και άγγιζε το άγιο μύρο.

 

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου