Η φτωχή μου γειτονιά

 

Στη γειτονιά μου, στη μικρή πόλη, μετά τον καταραμένο πόλεμο με τους Γερμανούς, ζούσε η αρχόντισσα θεία Σοφία. Πάντα ήρεμη και φιλόξενη. Έμενε στο ψηλό σπίτι στην κορυφή του λόφου, κοντά στο υδραγωγείο, ήταν το πρώτο που έβλεπε τον ήλιο κάθε ανατολή της ημέρας.

Για να φτάσεις ως εκεί έπρεπε να ανέβεις πολλά πλατιά σκαλοπάτια. Το σπίτι ήταν σαν μια μεγάλη βιτρίνα με τις πελώριες τζαμαρίες του, περιτριγυρισμένο από πανύψηλα δένδρα κάθε λογής.

Ήταν ένα πραγματικά αρχοντικό και το καμάρι της γειτονιάς. Η θεία Σοφία ήταν η ψυχή της περιοχής. Ψηλή, γεροδεμένη, με καστανά μαλλιά και πάντοτε καλοντυμένη και καθαρή.

"Καλημέρα κυρία Σοφία...".

Με ευγένεια και σεβασμό την καλωσόριζαν όλοι στο διάβα της. Η θεία Σοφία λάτρευε όλους, μα περισσότερο τα παιδιά, ποτέ δεν τους χαλούσε το χατίρι κάθε φορά που της ζητούσαν να ανέβουν στα δένδρα για να κόψουν μερικούς καρπούς. Τα φρούτα ήταν πολλά και νόστιμα, μα εκείνα τα σύκα τα "βασιλικά", όπως τα έλεγε και η ίδια, ήταν το κάτι άλλο.

"Κόψτε όσα θέλετε, να πάτε και στο σπίτι σας, μα να προσέχετε στα κλαδιά που πατάτε να μην πέσετε".

Το ενδιαφέρον της ήταν πάντοτε μεγάλο και με μητρική στοργή παρακολουθούσε τα παιδιά, στις βιαστικές τους κινήσεις. Η θεία Σοφία καθισμένη σε ένα παγκάκι απολαμβάνοντας τη δροσιά του πρωινού δεν έπαυε όμως να έχει την έγνοια της για τα μικρά ζωηρά γειτονόπουλα.

"Μην κόβετε τα άγουρα, θα σας πονέσει η κοιλιά σας", έλεγε με καλοσύνη.

Όταν τα μικρά έκοβαν αρκετά και γέμιζαν τα καλαθάκια τους, κατέβαιναν, την ευχαριστούσαν και έφευγαν τρέχοντας τα μεγάλα σκαλοπάτια. Εκείνη με το καλοσυνάτο της βλέμμα και με ένα γλυκό χαμόγελο τα χαιρετούσε.

"Στο καλό μικρά μου, να ξανάρθετε".

Και γυρίζοντας την πλάτη έμπαινε στο αρχοντικό της για τις καθημερινές της δουλειές. Χαμηλά στα πρώτα σχεδόν μεγάλα σκαλοπάτια ήταν πολλά μικρά χαμόσπιτα παράγκες από ξύλα και λαμαρίνες όπου έμεναν φτωχές οικογένειες. Πιο εκεί η βρύση. Το νερό έτρεχε ασταμάτητα εδώ όλες οι νοικοκυρές μαζευόντουσαν για να πάρουν το νερό το καθημερινό για τα σπίτια τους με τενεκέδες για τη λάτρα και στις στάμνες για το πόσιμο νερό.

Εδώ "στο αθάνατο νερό", όπως το ήξεραν όλοι, ακούγονταν τα πρώτα νέα.

"Τα μάθατε;", με φωνή χαρούμενη πλησιάζει η κυρία Γεωργία.

"Λογοδώσαμε το γιο μου το μεγάλο".

"Με το καλό, με το καλό".

Ακούγονται οι χαρούμενες ευχές της γειτονιάς, που ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τη βρύση.

"Και ποια παίρνει; Είναι γειτονοπούλα;", ρωτάνε τη χαρούμενη κυρία Γεωργία που λάμπει λες κι αρραβωνιάστηκε η ίδια.

"Ναι, ναι, είναι η κόρη του κυρ-Δημήτρη".

"Α, μπράβο. Καλό κορίτσι και από καλή οικογένεια".

Η κυρία Γεωργία δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα, έως το βράδυ όλη η γειτονιά ήξερε το ευχάριστο γεγονός. Όλοι ήταν χαρούμενοι, δύο από τα παιδιά τους θα έκαναν δικό τους σπιτικό. Τι πιο ωραίο;

Τα σπίτια μπορεί να ήταν μικρά, μα οι καρδιές τους μεγάλες, γεμάτες αγάπη. Έξω από τα φτωχικά σπίτια που πάντα ήταν καθαρά και ασβεστωμένα, τα πολύχρωμα λουλούδια έδιναν το δικό τους ρεσιτάλ στον πίνακα ζωγραφικής που σχημάτιζαν. Όλα είχαν μια ανεπανάληπτη μαγεία. Εκεί κοντά, σε ένα από αυτά τα χαμόσπιτα, ανάμεσα στα γιασεμιά και τις πικροδάφνες έμενε και η κυρία Ρούλα, μια αδύνατη γυναίκα μα που τα χέρια της σου έκαναν μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν γεμάτα φλέβες και σκληρά από τις πολλές δουλειές. Σαν αυτή την ταλαίπωρη ήταν πολλές γυναίκες στη φτωχή γειτονιά. Όλες είχαν πάνω από τρία παιδιά και όλα ήταν καλόφαγα, μα παρ' όλα αυτά ήταν αδύνατα, γιατί το φαγητό (κακά τα ψέματα) ήταν λιγοστό.

Η κυρία Ρούλα λοιπόν, για να μπορέσει να προσφέρει κάτι παραπάνω στα οικονομικά του σπιτιού της ξενόπλενε σε διάφορα σπίτια, ακούραστη, ήθελε να βοηθήσει με όλες τις τις δυνάμεις αδιαφορώντας για τη δική της κούραση.

Κολλητά στο δωμάτιο που έμενε με τα πολλά παιδιά της και που πάντα ήταν συμμαζεμένο και πεντακάθαρο, έμενε η κυρία Κατερίνη, η πεθερά της, σκληρή μα δραστήρια, δεν τη φόβιζε η δουλειά. Ήταν βλέπεις μαθημένη από το ορεινό χωριό της, εκεί κάτω στην Κρήτη. Λεπτή, ψηλή, με δυο χονδρές κοτσίδες που ξεπρόβαλαν κάτω από το μαύρο ξεθωριασμένο μαντήλι της, η κυρα-Κατερίνη παρ' όλα τα εβδομήντα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της, πήγαινε και μάζευε χόρτα για να τα πουλήσει (να κλείσει καμιά τρύπα, όπως έλεγε). Η προκομμένη όμως γερόντισσα δεν έκανε μόνο αυτή τη δουλειά. Το χειμώνα μάζευε σαλιγκάρια, φύτευε καλαμπόκια στο μικρό της χωραφάκι και είχε και τέσσερις κατσίκες που έδινε το γάλα σχεδόν σε όλη τη γειτονιά.

Έτσι η γειτονιά της είχε αλλάξει το όνομα. Όλοι την φώναζαν "η κατσικού". Αγαπούσε τα ζώα και αυτά τη συντρόφευαν στη μοναξιά της. Κάθε πρωί η πρώτη της δουλειά ήταν να αρμέξει το γάλα και να το πάει με το μαστραπαδάκι σε πέντε - έξι σπίτια που το αγοράζανε. Ήταν όμως παράξενη και τσιγκούνα, δεν έδινε τίποτα στα φτωχά εγγονάκια της. Προτιμούσε να το πουλήσει όλο το γάλα παρά να το φάνε τα "κολλημένα", όπως τα έλεγε.

Στην άλλη μεριά του δρόμου, που ήταν στενός, ίσα - ίσα να περνάει το κάρο, έμενε ο φτωχός τσαγκάρης, ο κυρ-Θεοδωρής. Το μαγαζάκι του μικρό, οι τοίχοι γεμάτοι από διάφορες φωτογραφίες ηθοποιών που είχε κόψει με επιμέλεια από περιοδικά και εφημερίδες. Το τραπεζάκι του ήταν γεμάτο εργαλεία, καρφιά, μικρά και μεγαλύτερα, πέταλα, κόλλες και δερματάκια. Σε ένα πανεράκι είχε διάφορες χρωματιστές κλωστές και μεγάλες βελόνες. Κάτω στο χωμάτινο πάτωμα ακουμπισμένα διάφορα παπούτσια, ανδρικά και γυναικεία. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο ήταν δύσκολα, ο κόσμος δεν αγόραζε καινούργια παπούτσια, μα και δεν πετούσε εύκολα τα παλιά. Έτσι ο κυρ-Θοδωρής άλλαζε τις στολές και έβαζε και από ένα "πεταλάκι" στα τακούνια και στις μύτες των παπουτσιών. Μικροί τότε εμείς πηγαίναμε για να χαζέψουμε τις φωτογραφίες και για να δούμε πώς δούλευε ο μπαρμπα-Θεοδωρής. Ο ρυθμικός ήχος του σφυριού μας γοήτευε. Μα ο καλοκάγαθος τσαγκάρης ήταν πάντοτε γενναιόδωρος όταν του ζητούσαμε κανένα "πεταλάκι" για να παίξουμε.

Η χαρά μας όμως ήταν γρήγορη, οι μανάδες μας δεν μας άφηναν να πηγαίνουμε εκεί γιατί ο καημένος ο μπαρμπα-Θοδωρής ήταν φυματικός.

Τη δύσκολη εκείνη εποχή, μετά τον πόλεμο, η φυματίωση θέριζε τον κόσμο, λίγο η πείνα, λίγο η κακουχία, λίγο το κρύο, σχεδόν όλοι οι φτωχοί υπέφεραν από κάποιο κρυολόγημα που απ' τη στιγμή που δεν το πρόσεχαν, τους γύριζε σε φυματίωση.

Όμως εμείς, αθώα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε από όλα αυτά, τον μπαρμπα-Θεοδωρή τον αγαπούσαμε και πάντα κρυφά τον κάναμε συντροφιά την ώρα της δουλειάς του.

"Μπαρμπα-Θεοδωρή, ποιος σου έμαθε αυτή τη δουλειά", ρωτάει περίεργη η Ιουλία.

"Πάνε πολλά χρόνια παιδί μου, στο χωριό μου στην Ήπειρο ήταν ο πατέρας μου τσαγκάρης, αυτός μας έμαθε την τέχνη και στο μικρό μου αδελφό τον Κωνσταντίνο".

Πήρε μια βαθιά αναπνοή, άφησε κάτω το παπούτσι που κρατούσε στα χέρια του και κοιτώντας τα παιδιά στα μάτια τους λέει:

"Εγώ δεν μπόρεσα να μάθω γράμματα αν και τα αγαπούσα, ήθελα να γίνω ηθοποιός, να παίζω στα θέατρα, αλλά πού; Μόνο που δεν με σκότωσε η μάνα μου όταν της το είπα".

Ο Γιαννάκης κοίταξε ένα γύρο τις φωτογραφίες των ηθοποιών και δείχνοντας με το μικρό χεράκι του, ρωτάει τον μπαρμπα-Θεοδωρή:

"Γι' αυτό έβαλες στους τοίχους τόσους ηθοποιούς;"

"Ναι, ναι", απαντάει χαρούμενος ο καλοσυνάτος τσαγκάρης και τα μάτια του έλαμψαν λες και κάποια νοσταλγία παλιά πλημμύρισε την ψυχή του.

"Κοιτάτε, αυτός δεν μοιάζει λίγο με τον μπαρμπα-Θεοδωρή;", ρωτάει η μικρή Μαρία και με το δαχτυλάκι της δείχνει έναν πραγματικά ωραίο ηθοποιό.

τα παιδιά πλησιάζουν να τον δουν καλύτερα και όλα μαζί επιβεβαιώνουν τα λόγια της.

"Ναι, ναι, του μοιάζει πολύ".

Ο μπαρμπα-Θεοδωρής χαμογελάει αινιγματικά και συνεχίζει τη δουλειά του. Ήταν καλός άνθρωπος, λιγομίλητος, οικογενειάρχης. Πέθανε μπαίνοντας στην τρίτη ηλικία, χωρίς να προλάβει να παντρέψει τα δυο του παιδιά. Άφησε πίσω του τα ορφανά, τη χήρα και πολλά χρέη, λόγω της αρρώστιας του.

Πιο κει ήταν το μεγάλο καφενείο. Εδώ μαζεύονταν όλοι οι άνδρες της γειτονιάς, κυρίως το χειμώνα για να πιουν κανένα τσίπουρο, για να ζεσταθούν, να κουβεντιάσουν αθλητικά και να μάθουν κανένα πολιτικό νέο και πριν καλά καλά βραδιάσει μαζεύονταν στα σπίτια τους γιατί το κρύο δεν αστειευόταν, αλλά και για να κάνει και λίγη οικονομία ο ταβερνιάρης στα ξύλα της σόμπας, που για να ζεστάνει το χώρο ήθελε κάθε φορά μια αγκαλιά ξύλα να βάλει ο παραγιός.

Όλοι όμως, παρά τη φτώχεια τους ήταν ευχαριστημένοι. Δεν είχαν πολλά, μα δεν ήθελαν και περισσότερα. Όλα κυλούσαν ήσυχα τώρα πια.

Μόνο που δεν είχαν την αγωνία και το φόβο της σειρήνας του συναγερμού, αυτό τους έφτανε.

Το μεγάλο μπακάλικο της γειτονιάς έπαιζε τον κύριο ρόλο για όλους. Κάθε πρωί ερχόταν ο "Μποτόλης" (έτσι έλεγαν τον παντοπώλη) με το γάιδαρο φορτωμένο από την αγορά με λογής - λογής καλούδια. Όλες οι νοικοκυρές μόλις τον έβλεπαν έτρεχαν για να πάρουν τα εκλεκτά και τα φρέσκα πριν τα πολυδιαλέξουν. Λίγες νοικοκυρές ήταν αυτές που μπορούσαν να πάρουν κάτι παραπάνω, όλα στη ζωή τους ήταν μετρημένα.

"Πω, πω!!! Τι ντομάτες έχω σήμερα!", φώναζε ο "Μποντόλης" με τη βροντερή του φωνή. "Σαν τα μήλα είναι νόστιμες και ζουμερές".

Οι νοικοκυρές βιαστικές προσπαθούσαν να διαλέξουν τις πιο ωραίες για τα γεμιστά τους.

"Μπράβο “μποντόλη”", λέει η κυρία Άννα. "Καλά που έχουμε και εσένα και μας φέρνεις κάθε πρωί φρέσκια μαναβική".

Ο μεσόκοπος άνθρωπος, περήφανος για τα καλά λόγια, χαϊδεύει χαμογελώντας το μαύρο μουστάκι του και κοιτώντας τη ζυγαριά του, που είχε πάρει φωτιά, λέει με ευγένεια:

"Πάρτε τα, είναι βαριά - βαριά".

Τα δίχτυα των νοικοκυρών γεμίζουν και μία - μία τον αποχαιρετούν και φεύγουν για τα σπιτικά τους. Σε λίγο η γειτονιά θα μοσχοβολάει νόστιμα γεμιστά.

Ο καλοκάγαθος παντοπώλης είχε για βοηθό του τον γιο της κυρίας Ρούλας, τον πιο μεγάλο. Κάθε φορά για τη δούλεψη του μικρού του έδινε και λίγα λαχανικά που περίσσευαν, πότε λίγα κρεμμύδια, πότε λίγες πατάτες ή ντομάτες και ο μικρός τα πήγαινε χαρούμενος τρέχοντας στο φτωχικό του. Ο  "μποντόλης" ήταν καλός άνθρωπος, πρόσφυγας και αυτός, ήξερε τι θα πει φτώχεια. Αγαπούσε το Θεοδωράκη, όπως όλοι στη γειτονιά, γιατί ήταν φρόνιμο και υπάκουο παιδί. Κάθε πρωί τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν είχε σχολείο ο μικρός Θεοδωράκης, πήγαινε "στο μαγαζί", έτσι το έλεγε και βοηθούσε στις διάφορες δουλειές τον "μποντόλη". Ξεφόρτωνε το γαϊδαράκο, τακτοποιούσε τα λαχανικά στη θέση τους, βοηθούσε στην καθαριότητα και μετά πήγαινε να ταΐσει τον "Ρόκο", στην άκρη του βουνού, που ήταν γεμάτο φρέσκο χορτάρι. Τον "Ρόκο" τον άφηνε εκείνα ξεκουραστεί έως την άλλη μέρα και να φάει. Πριν φύγει τον χάιδευε στη ράχη και του έλεγε με αγάπη:

"Άντε, ξεκουράσου, γιατί έκανες και σήμερα πάλι μεγάλο δρόμο με πολύ φορτίο".

Ο "Ρόκος", λες και καταλάβαινε, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του με τα μεγάλα αφτιά. Ο μικρός τρέχοντας και παίζοντας ταυτόχρονα "κουτσό" στα σκαλοπάτια, έφτανε και πάλι στο μπακάλικο.

"Εντάξει Θεοδωράκη;", ήταν η πρώτη κουβέντα του "μποτόλη".

"Όλα καλά αφεντικό", απαντούσε το πρόθυμο αγόρι.

"Έλα, πάρε τότε αυτά στην τσάντα να τα πας στην κυρία Φωφώ".

"Εντάξει", λέει χαμογελώντας το παιδί και παίρνει την τσάντα σχεδόν αγκαλιά, γιατί ήταν βαριά.

"Πρόσεχε μην σου πέσουν", ξαναλέει με πατρική στοργή ο παντοπώλης. "Έχει και λάδι μέσα. Και μην αργήσεις".

Το παιδί φεύγει χαρούμενο να πάει τα ψώνια στην καλή γειτόνισσα και ξέρει ότι θα του δώσει και κανένα ωραίο γλυκό, από αυτά που φτιάχνει μόνη της.

Η κυρία Φωφώ ήταν καλή και ωραία γυναίκα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, μα ο Θεός δεν της χάρισε κανένα και αυτό ήταν το μεγάλο της μαράζι. Ο μικρός δίνει το δίχτυ με τα ψώνια στην κυρία. Αισθάνεται μια υπέροχη μυρωδιά να βγαίνει από το σπίτι και κλείνει τα άτια για να απολαύσει καλύτερα. Γρήγορα επανέρχεται.

"Πάρε αυτά Θεοδωράκη", λέει η κυρία Φωφώ και του δίνει ένα μικρό πακετάκι τυλιγμένο σε ένα λευκό χαρτί.

"Ευχαριστώ πολύ κυρία Φωφώ", λέει το παιδί χαρούμενο, γιατί ξέρει ότι μέσα στο μικρό περιτύλιγμα υπάρχει το αγαπημένο του γλυκό. Ο μικρός τρέχοντας, όπως πάντα, φτάνει στο μαγαζί και ο καλοκάγαθος παντοπώλης τον ρωτά:

"Όλα εντάξει Θεοδωράκη;"

"Όλα αφεντικό, όλα...", λέει βιαστικά ο μικρός και κοκκινίζουν τα ωχρά μαγουλάκια του.

"Μπράβο, γι' αυτό και εγώ σ' αγαπώ. Και κοίτα τι θα σου δώσω σήμερα, μια και είναι Σάββατο" και του δείχνει ένα δίχτυ γεμάτο με χίλια δυο καλά και πολλά μικρά πακετάκια τυλιγμένα στην εφημερίδα, που ο μικρός κατάλαβε αμέσως τι είχαν μέσα, μια και ο καλός παντοπώλης ήξερε τις προτιμήσεις του μικρού υπαλλήλου του.

"Έλα, πάρ' τα να τα πας σπίτι σου, τελειώσαμε για σήμερα".

"Ευχαριστώ, ευχαριστώ", είπε βιαστικά ο μικρός Θεοδωράκης, ενώ έπαιρνε το δίχτυ με τα δυο του χέρια και το έβαζε στον ώμο, μια και δεν μπορούσε να το σηκώσει. τρέχοντας, αυτή τη φορά χαρούμενος με το πολύτιμο φορτίο του, ο μικρός μπήκε με τόση ορμή στο σπιτάκι του, που ξάφνιασε τη μητέρα του, καθώς ήταν απορροφημένη στις δικές της σκέψεις.

"Σιγά βρε παιδάκι μου, θα γκρεμίσεις το σπίτι", είπε λίγο αστειευόμενη.

"Έλα, έλα μανούλα και έφερα πολύ ωραία πράγματα. Κοίτα πόσο βαρύ είναι το δίχτυ". Και το αφήνει με δύναμη στο μικρό τραπέζι.

Η μαμά τον αγκαλιάζει με τρυφερότητα και ένα κρυφό δάκρυ ξεφεύγει από τα μαύρα της μάτια, ενώ βιάζεται να το σκουπίσει με την ανάποδη της παλάμης της για να μην τη δει το παιδί της.

"Έλα μαμά, άνοιξε να δούμε τι έχει μέσα στην εφημερίδα", λέει, ενώ τα μικρά του χεράκια μπερδεύονται βιαστικά με της μαμάς.

Το χαρτί ανοίγει και ξεπροβάλει ένα μεγάλο κομμάτι τυρί.

"Μπράβο κυρ-μποντόλη...", λέει το παιδί γεμάτο θαυμασμό και με τα δυο δάχτυλα του αριστερού του χεριού κόβει μια μεγάλη γωνία.

"Μμμμ, είναι πολύ νόστιμο, να είσαι καλά".

Η μαμά ξετυλίγει τα πράγματα από την εφημερίδα και να η μεγάλη απόλαυση του Θεοδωράκη. τα μάτια του μένουν ακίνητα στο μικρό σαλάμι που τόσο λαχταρούσε, ενώ τα χεράκια του τα λεπτά ήταν έτοιμα να το αρπάξουν...

"Πρόσεχε παιδί μου, πρώτα να πλύνεις τα χεράκια σου", λέει η μαμά του με καλοσύνη.

Την ώρα εκείνη ένας κτύπος ακούγεται στην πόρτα.

"Άραγε, ποιος να είναι...", λέει η μαμά και ανοίγει τη μικρή ξύλινη πόρτα.

"Καλημέρα", λέει με ευγένεια η κυρία Χριστίνα και απλώνει τα χέρια της δίνοντας ένα πακέτο τυλιγμένο σε μια λευκή πετσέτα.

"Τι είναι αυτό;", προλαβαίνει να πει η γυναίκα, ενώ από το βάθος ο Θεοδωράκης πήρε τη μυρωδιά από το ζεστό ψωμί.

"Έφτιαξα λίγο ψωμί για το σπίτι και έφερα και μια κουλούρα για τα παιδιά", λέει η καλοσυνάτη γειτόνισσα.

"Πέρασε μέσα", λέει με ευγένεια η μαμά του Θεοδωράκη, που τα είχε και λίγο χαμένα.

Με το δίκιο της. Σήμερα ο Θεός της έστειλε τόσα πράγματα. Γέμισε το μικρό καλυβάκι. Τα μάτια της βούρκωσαν, ενώ προσπαθούσε να βάλει το ψωμί σε μια δική της πετσέτα.

"Να 'σαι καλά, σ' ευχαριστώ πολύ", λέει και της δίνει την πετσέτα ωραία διπλωμένη στα τέσσερα.

Ενώ η γειτόνισσα φεύγει, ο μικρός Θεοδωράκης δεν αντέχει άλλο σε αυτό τον ουράνιο πειρασμό.

"Ζεστό φρέσκο ψωμί και σαλάμι μαμά. Μμμμ", είπε και τα χεράκια και το στόμα του γέμισαν.

"Δεν έχω φάει πιο ωραίο ψωμί, ας είναι καλά".

Η μητέρα άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό, ενώ ο μικρός απολάμβανε το κολατσιό του, που είχε αποκτήσει με τον κόπο του. Η ζωή του σαν μικρός ήταν δύσκολη, μα ούτε που το καταλάβαινε. Έτρεχε και πάντοτε ήταν πρόθυμος για όλα τα θελήματα. Όλη η γειτονιά ήξερε και αγαπούσε το μικρό παιδί με τα μαύρα εκφραστικά μάτια και την αγνή ψυχή.

Το βράδυ έπεφτε αργά στη φτωχή γειτονιά και δειλά - δειλά άναβαν τα μικρά φώτα της λάμπας πάνω στο τραπέζι. τα παιδιά διάβαζαν, έπαιζαν, ενώ η μητέρα τους έπλεκε ζακέτες ζεστές, ετοιμασία για το χειμώνα, που ήταν πολύ δύσκολος τα χρόνια τα μεταπολεμικά. Σήμερα τα παιδιά έχουν μεγαλώσει και με τη σειρά τους έχουν κάνει δικά τους παιδιά. Οι καλοί γείτονες μετακόμισαν στην αιώνια βασιλεία. Η γειτονιά δεν θυμίζει τίποτα από την εποχή της φτώχειας και της παράγκας. Τη θέση τους έχουν πάρει τεράστιες πολυκατοικίες. Το "αθάνατο νερό" στέρεψε, εξαφανίστηκε. Ο κόσμος απρόσωπος, δεν γνωρίζει ο ένας τον άλλο, το μικρό μπακάλικο του "κυρ-μποντόλη" είναι ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ, το υδραγωγείο της γειτονιάς καταστράφηκε με τα χρόνια και τη θέση του πήρε ένα σύγχρονο μεγάλο συγκρότημα. Πάνε τα μεγάλα πλατιά σκαλοπάτια.

Οι λάμπες πια δεν υπάρχουν, παντού δυνατά φώτα φωτίζουν τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Τα παιδιά δεν παίζουν με τις πέτρες και τα χώματα. Όλα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, βέβαια...

Οι μαθητές πάνε αμέριμνοι στο σχολείο, ξεκούραστοι, δεν κάνουν θελήματα, ασχολούνται με τα κομπιούτερ στα ζεστά τους ή παρακολουθούν τηλεόραση. Οι καλοκάγαθες γειτόνισσες δεν πλέκουν πια ζεστά πουλόβερ για τον άγριο χειμώνα. Όλα έχουν αλλάξει ριζικά, μόνο που τα χρόνια εκείνα είχαν κάποια μαγεία. Παρ' όλες τις δυσκολίες. Είχαν τη συμπόνια, τη συντροφικότητα, τον αγνό έρωτα, την αγάπη, την πίστη προς τον πλησίον.

Τώρα μόνο η νοσταλγία έμεινε στη σκέψη και στα μάτια κάποιων ανθρώπων κοιτώντας τις παλιές και λιγοστές φωτογραφίες της γειτονιάς.

 

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου