Γυμνάσιο Θηλέων

 

 

Το λεωφορείο της γραμμής έκανε στάση.

"Γυμνάσιο", φωνάζει ο εισπράκτορας με τη λίγο κουρασμένη του φωνή. Είχε βαρεθεί πια να λέει τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα, τόσες φορές το ίδιο δρομολόγιο. Τα παιδιά, σαν χαρούμενες μέλισσες, με γέλια, πειράγματα και ξεφωνητά, προσπαθούσαν να κατέβουν σχεδόν σπρώχνοντας το ένα το άλλο. Οι επιβάτες τα κοίταζαν με ένα αμυδρό χαμόγελο. Ο εισπράκτορας παρόλη τη βαριεστημάρα του ξαναλέει στο μικρόφωνο, λες και ήταν ο διευθυντής του σχολείου:

"Άντε, βιαστείτε, η ώρα περνάει".

Το λεωφορείο άδειασε, ερήμωσε, άκρα ησυχία. Τα μάτια μου στηλώθηκαν στην τεράστια πινακίδα του σχολείου: "Γυμνάσιο Θηλέων". Πόσα χρόνια η θύμηση με έφερε πίσω... Τότε που σχεδόν παιδί ακόμα ένα πρωί πέρασαν και εγώ αυτή τη μεγάλη αυλόπορτα και σταμάτησα να χαζεύω αυτή την πινακίδα.

Ένιωσα ξαφνικά μεγάλη, υπεύθυνη, κάτι μέσα μου είχε αλλάξει. Στα μάτια μου ξαναβλέπω, ξαναζώ τις μακρινές εκείνες μέρες που πήγαινα και εγώ σε αυτό το "Γυμνάσιο Θηλέων". Θεέ μου, τι χτυποκάρδια; Τι αγωνίες; Οι ώρες των διαλειμμάτων ήταν πάντοτε τόσο φορτωμένες με απορίες, ερωτήματα, μα και διαφωνίες, λες και θα λύναμε το Κυπριακό. Τώρα που τα σκέφτομαι, μου φαίνονται απλά, τιποτένια, μα τότε ήταν το φλέγον θέμα της ημέρας, πάντοτε στο διάλειμμα, το επόμενο μάθημα...

Θυμάμαι ακόμα τον αυστηρό καθηγητή των μαθηματικών. "Ωχ Θεέ μου". Κάθε φορά που είχαμε το μάθημά του γινόταν χαμός. Είχε μια έκτη αίσθηση αυτός ο άνθρωπος. Ήξερε ποια δεν ήταν καλά διαβασμένη. Μόλις έμπαινε στην αίθουσα άκουγες αμέσως μετά το καλημέρα, πληθώρα ονόματα. Ελένη, Μαρία, Ιουλία, Σοφία, Αθηνά, όλες στον πίνακα.

Θεέ μου, είχαμε και έναν τεράστιο πίνακα που μας χωρούσε όλες. Κάθε μία έλυνε και από μια άσκηση διαφορετική, που έγραφε στον πίνακα. Άντε τώρα να λύσεις αυτά τα παράξενα νούμερα. Αντί τώρα να καταλάβεις κάτι που δεν είχες διαβάσει καλά. Τα λεπτά της ώρας δεν περνούσαν με τίποτα. Άκρα ησυχία βασίλευε μες την τάξη, μόνο που και αυτή τη νεκρική σιγή τη διέκοπτε ο δυνατός βροντερός ήχος της φωνής του.

"Τι γίνεται βρε κορίτσια, ακόμα; Ήθελα να ξέρω όλο το Σαββατοκύριακο τι κάνατε;".

Τα λόγια του έπεφταν σαν βαριές πιστολιές στα αφτιά μας. Τίποτε δεν μας έσωζε. ούτε ακόμα και το διάλειμμα. Γιατί εάν δεν τελειώναμε, δεν έβγαινε καμιά έξω. Όλες τον κοιτάζαμε σιωπηλές σαν απωλωλά πρόβατα. τότε νευρίαζε, χτυπούσε το χέρι του στην έδρα και με τη βροντερή φωνή του φώναζε:

"Αύριο όλες θα διαβάσετε τα ίδια, ουαί και αλίμονο σε αυτή που θα βρω αδιάβαστη. Κάτω από τη βάση θα πάτε, δεν αστειεύομαι".

Και πράγματι, δεν αστειευόταν, αυτό φαινόταν κάθε τρίμηνο. Ήταν πολλές κάτω από τη βάση και βλέπεις ήταν και πρωτεύον μάθημα. Η Μαρία, μια έξυπνη κοπέλα με μελιά μαλλιά και καστανά μάτια, όσο και να διάβαζε βρισκόταν πάντοτε να ισορροπεί στη διαχωριστική γραμμή που χαρίζει τα νούμερα για την επόμενη τάξη. Κρεμόταν η τύχη της σ' αυτή τη μία μονάδα για το επόμενο σκαλοπάτι.

Ο χρόνος περνούσε γρήγορα, σαν το νερό και οι εξετάσεις έφτασαν με όλες τις αγωνίες και τα χτυποκάρδια. Γέμισε η αυλή του σχολείου χαρούμενες φωνές, σαν μικρά χελιδονάκια με τις μαύρες ποδιές, τα άσπρα γιακαδάκια και τη δαντέλα στο φουρό να φαίνεται λίγο. Πηγαινοερχόμασταν μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι και να δοθούν τα θέματα.

Το μολύβι στα χέρια μας είχε γίνει το εξιλαστήριο θύμα. Τα δάκτυλα το γύριζαν χιλιάδες στροφές, λες και αυτό έφταιγε για την αγωνία μας. Και ξαφνικά η Αλίκη, που ήταν και η σημαιοφόρος γιατί ήταν πρώτη μαθήτρια μα και η απόμακρη της παρέας, άρχισε να κτυπά δυνατά το κουδούνι. Αυτή βλέπεις δεν φοβόταν τίποτα.

"Σιγά βρε παιδί μου, θα μας κουφάνεις", την πειράζαμε εμείς γελώντας, ενώ εκείνη σοβαρή, όπως πάντα, συνέχιζε να κάνει τη δουλειά της, λες και οι κτύποι της μεγάλης χρυσής κουδούνας ξυπνούσαν μέσα της τον Θούριο του Ρήγα.

Οι εξετάσεις τελείωσαν μα η αγωνία συνεχιζόταν μέχρι την ημέρα που θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα. Από το πρωί της ημέρας που είχε καθοριστεί, όλες είχαμε μαζευτεί από νωρίς στο προαύλιο του σχολείου. τα σχολεία έπαιρναν και έδιναν στα μικρά πηγαδάκια που είχαμε κάνει.

"Άραγε θα περάσω;", είπε λίγο κλαψιάρικα η Μαρία. "Αχ αυτή τη μονάδα αν μου βάλει ο στριμμένος θα τα καταφέρω" και σαν να μιλούσε στον εαυτό της ξαναείπε: "Εγώ εξ' άλλου τι τα θέλω αυτά τα πολύπλοκα μαθηματικά; Επιστήμονας θα γίνω; Εγώ θέλω να τελειώσω το γυμνάσιο και να παντρευτώ, να κάνω πολλά παιδιά, αυτό μου αρέσει, να με φωνάζουν μαμά και να ζω βασίλισσα στο παλάτι που θα φτιάξω με τον άνδρα μου".

Και λέγοντας αυτά, λες και περίμεναν να τελειώσει τις ωραίες σκέψεις της η Μαρία, τα πάντα ησύχασαν ξαφνικά. Ο καθηγητής της Γυμναστικής βγήκε με ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια και άρχισε να τοιχοκολλά με πινέζες τα αποτελέσματα από όλες τις τάξεις.

Πω, πω τι έγινε, η μία χοροπηδούσε πάνω στην πλάτη της άλλης για να δει, η άλλη έτρεχε κάνοντας κύκλους γύρω - γύρω, φωνάζοντας χαρούμενη: "Πέρασα, πέρασα". Η Μαρία και εγώ στριμωχτήκαμε και με το δείκτη του αριστερού μου χεριού υπογράμμισα τα ονόματά μας που ήταν γραμμένα στο χαρτί.

Ένα "ουφ" ακούστηκε. Έκανε το σταυρό της, με αγκάλιασε σφιχτά και τα μάτια της έτρεξαν δάκρυα που έβρεξαν τα κατακόκκινα από αγωνία μάγουλά μας.

"Δόξα σοι ο Θεός", είπαμε και οι δύο μαζί, του χρόνου θα είμαστε πάλι εδώ. Τώρα δεν την ένοιαζε ούτε αυτή αλλά ούτε και εμένα πόσες μονάδες είχαμε πάρει πάνω από τη βάση, δεν είχε καμία σημασία.

Η σχολική χρονιά είχε τελειώσει, η επόμενη θα μας έδινε επιτέλους τα εφόδια για να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως εμείς θέλαμε, η Μαρία με πολλά παιδιά και το όμορφο παλάτι της, και εγώ στο δικό μου παρόμοιο θρόνο.

Μια φωνή από το μεγάφωνο που ήταν ακριβώς από πάνω μου με έφερε στην πραγματικότητα. Ήταν η βαριεστημένη φωνή του εισπράκτορα:

"Τέρμα".

Σηκώθηκα, πήρα τις σακούλες με τα διάφορα ψώνια και κατέβηκα και εγώ χαμογελώντας για το μικρό όμορφο παλατάκι μου, σκεπτόμενη ακόμα τις όμορφες εκείνες μέρες στο "Γυμνάσιο Θηλέων" και την αγαπημένου μου Μαρία, που μέχρι σήμερα, ύστερα από πενήντα χρόνια δεν έχουμε χωρίσει. Τα χτυποκάρδια του σχολείου μας έκτισαν μια γερή αληθινή φιλία.