Για μια χούφτα ελιές...

 

Τα χρόνια της Κατοχής ήταν δύσκολα και φοβισμένα. Οι γονείς δεν είχαν τίποτα πια για να θρέψουν τα παιδιά τους. Ακόμη και τα μωρά δεν είχαν γάλα να τα βυζάξουν οι σκελετωμένες μάνες, αφού και οι ίδιες ήταν σαν σκιές. Τα άμοιρα παιδιά, ευάλωτα στην πείνα και στην αρρώστια, πέθαιναν στο δρόμο, σαν σπαρμένα λουλούδια εδώ και εκεί. Μια λέξη αντηχούσε στ' αφτιά όλων.

"Πεινάω...".

Όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια και άκουγαν αυτές τις φωνούλες, πιστεύω θα ανατριχιάζουν ακόμα και θα νιώθουν την ψυχή τους να πονά. τα σκληρά χρόνια της Κατοχής ο θάνατος θέριζε αλύπητα με το μαύρο εφιαλτικό του δρεπάνι. Οι άνθρωποι ξεψυχούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο μέσα στο δρόμο... Πεταμένα σκουπίδια... Η ζωή είχε χάσει την αξία της, μόνο ένα καρβέλι ψωμί είχε αξία, όποιος μπορούσε και το έβρισκε ήταν τυχερός, θα μπορούσε να ζήσει για λίγες ακόμα μέρες.

Τα χρόνια λοιπόν αυτά, τα δύσκολα και εφιαλτικά, ζούσε σε ένα μακρινό χωριό της Μακεδονίας η μικροπαντρεμένη κυρα-Θεοδώρα. Παιδί ακόμα και αυτή, πεινασμένη, είχε να θρέψει και τρία παιδιά. Ο Θεός θέλησε μέσα στην τόση φτώχεια της να της δώσει κα ιένα ακόμα. Ούτε καν της φαινόταν ότι μέσα στα σπλάχνα της είχε μια καινούργια ζωούλα.

Ποιος ξέρει γιατί ο Θεός πήρε αυτή την απόφαση, η μικροπαντρεμένη μάνα να κάνει τόσα παιδιά μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Χωρίς χαρά, μα και χωρίς έντονη λύπη οι μήνες περνούσαν, τα βάσανα και η φτώχεια μεγάλωναν καθώς πλησίαζε ο χειμώνας.

Τα ξύλα για τη φωτιά ήταν λιγοστά, όπως και το ψωμί. Με τα χνώτα, στριμωγμένα σε μια γωνιά, προσπαθούσαν να ζεσταθούν τα τρία μικρά αδελφάκια. Ένα καλαμπόκι πήγαινε από χέρι σε χέρι, ξεγελούσαν την πείνα τους, έτρωγαν σιγά - σιγά και το κοτσάνι ακόμα, χωρίς να το καταλαβαίνουν.

Η μάνα τα κοίταζε λυπημένη, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι καλύτερο. τα μάτια της συνάντησαν τα λυπημένα μάτια των παιδιών της. Αμέσως κατάλαβε τι ήθελαν να της πουν. Πάλι την ίδια λέξη:

"Πεινάμε".

Η κυρα-Θεοδώρα δεν ήξερε τι να κάνει. τους λέει λοιπόν έτσι για να τους πει κάτι, γιατί κατά βάθος ήξερε ότι δεν θα γίνει τίποτα. Κοιτώντας λοιπόν στα μάτια τη μεγάλη κόρη, που ήταν και δεν ήταν 8 χρονών, της λέει:

"Μαρία, πάρε τα αδελφάκια σου από το χέρι και πηγαίνετε στο θείο μήπως έχει να σας δώσει κανένα καλαμπόκι ή λίγες ελιές ή λίγο σταράκι να σας κάνω καμιά σουπίτσα".

Τα παιδιά σαν ελατήρια σηκώθηκαν, σκούπισαν με το μανίκι τους βιαστικά το πρόσωπό τους, έφτιαξαν τα κουρελιασμένα ρουχαλάκια τους και έφυγαν με τη λαχτάρα και τη χαρά ότι ίσως τους δώσει κάτι ο θείος να γεμίσουν την άδεια κοιλίτσα τους.

Το κρύο είχε αρχίσει και τα ελαφρά ρουχαλάκια, η πείνα και η αδυναμία έκανε να τρέμουν τα μικροκαμωμένα κορμάκια τους. Μα τα παιδιά όπου και να βρίσκονται, παρ' όλες τις κακουχίες, κάνουν πολύ γρήγορα τα πιο όμορφα όνειρα.

Έτσι ο μικρός Σάββας, που πολύ λίγο καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του, μα το μόνο που ήξερε ήταν ότι πεινούσε, λέει στη μεγάλη του αδελφή τραβώντας της το παγωμένο χέρι:

"Αν μας μαλώσει; Αν μας διώξει και μας δείρει;"

Κανένα δεν έπαιρνε την απόφαση και η ώρα περνούσε. Η Μαρία παρακαλάει τη μικρότερη αδελφή της:

"Έλα βρε Κούλα, πήγαινε εσύ να χτυπήσεις την πόρτα, εσένα σε μαλώνει λιγότερο".

Εκείνη δεν απάντησε, δίστασε για λίγο αν και είχε θάρρος και λίγο θράσος, προχώρησε δυο βήματα πιο μπροστά, γύρισε το κεφάλι και με αυταρχικό ύφος λέει στην αδελφή της.

"Εγώ θα πάω, παρ' όλο που είμαι πιο μικρή από σένα, αλλά εάν μας δώσει ο θείος ελιές, εγώ θα πάρω παραπάνω".

Έκανε έναν μορφασμό και ετοιμάστηκε να κάνει ένα ακόμα βήμα για να κτυπήσει την πόρτα. Μα, ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε! Τώρα κοκάλωσαν και τα τρία. Ο μικρός σφίχτηκε επάνω στη Μαρία, ήταν τόσο αδύνατο και μικρό που νόμιζε κανείς ότι ήταν το ίδιο σώμα. Η Μαρία τ' αγκάλιασε στοργικά, ενώ η αδελφή της έκανε ένα βήμα πίσω.

Ο θείος, ο σκληρός με την αποθήκη του γεμάτη από λάδια, ελιές και σιτηρά, τα κοίταζε περιφρονητικά, χωρίς ίχνος συμπόνιας για τα πεινασμένα μικρά παιδιά της αδελφής του και με τη σκληρή βαριά φωνή του τα ρωτάει:

"Τι θέλετε εσείς και τα τρία από εδώ; Η μάνα σας το ξέρει;"

Για ένα λεπτό που φάνηκε αιώνας έπεσε βαριά θανάσιμη σιωπή. Η Μαρία με τρεμάμενη φωνή του απαντά:

"Ναι, θείε, το ξέρει, εκείνη μας έστειλε".

Ο θείος απόρησε ή μάλλον δεν ήθελε να καταλάβει τις ακριβώς να ήθελαν τα πεινασμένα ορφανά. Η Μαρία σφίγγει το μικρό χεράκι του αδελφού της, λες και ήθελε να πάρει κουράγιο και με λίγο δισταγμό του λέει:

"Θείε είπε η μαμά μήπως έχεις να μας δώσεις κάτι να φάμε, λίγες ελιές, κανένα καλαμπόκι ή λίγο σταράκι να κάνει σούπα, γιατί πεινάμε, έχει πολλές μέρες να μαγειρέψει".

Αυτά είπε γρήγορα, αναστέναξε λες και έφυγε από μέσα της ένα βάρος και κοίταξε το θείο κατάματα για να μπορέσει να δει στα μάτια του τι ακριβώς σκέπτεται. Η καρδούλα της κτυπούσε τόσο δυνατά και γρήγορα, λες και ήθελε να φύγει από τη θέση της. Ο θείος κοίταξε τα τρία μικρά παιδιά και σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά, ρωτάει το μικρό Σάββα, που παρ' όλο που ήταν πολύ αδύνατο είχε δυο μεγάλα εκφραστικά μάτια που όταν τα κοίταζε κανείς διάβαζε όλη την αθωότητα της παιδικής του ψυχής.

"Πες μου, βρε Σάββα, τι έφαγες σήμερα;"

Ο μικρός τον κοιτάζει και αυθόρμητα σαν μεγάλος άνθρωπος απαντά:

"Τίποτα".

Ο θείος, λες και έπαιζε με την πείνα και τη φτώχεια των μικρών παιδιών, ξαναρωτά:

"Και τι θέλετε εγώ να σας δώσω να φάτε;"

Ο μικρός πετιέται πρώτος, που με αγωνία παρακολουθούσε την κάθε κίνηση του θείου και λέει:

"Ελιές".

Ταυτόχρονα κρύβει από ντροπή το πρόσωπό του στο τριμμένο φόρεμα της Μαρίας. Ο θείος σκέπτεται αρκετή ώρα, λες και θα έκανε αγοραπωλησία στα κτήματα του Βασιλέως. Παίρνει το αυστηρό του ύφος και με το δείκτη του αριστερού του χεριού τεντωμένο προς τα παιδιά, τους λέει με τη δυνατή φωνή του:

"Θα σας δώσω λίγες ελιές, αλλά θα τις πάτε πρώτα στη μάνα σας και εκεί θα τις φάτε".

Και απευθυνόμενος προς τη Μαρία, που ήταν και η μεγαλύτερη (αχ, Θεέ μου, πώς μπορείς να θεωρήσεις ένα παιδί οκτώ χρονών μεγάλο), της λέει με όλη την κακία του:

"Άκου εσύ! Να πεις της μάνας σου να μην σας ξαναστείλει, εγώ δεν είμαι πρόνοια".

Γύρισε ξαφνικά. Πήγε στην αποθήκη, έβαλε στη χούφτα του λίγες ελιές και τις έβαλε στα μικρά χεράκια των παιδιών που ήταν παρατεταμένα στη σειρά σαν στρατιώτες σε φρουρά. (Θεέ μου... Πώς κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα...). Τα παιδιά ένιωσαν τέτοια χαρά, λες και τους έδωσαν πολύτιμους λίθους. Δεν άφησαν ούτε μία να τους πέσει κάτω. Τις έβαλαν στις τσέπες τους με προσοχή και ευλάβεια και πιασμένα πάλι χέρι - χέρι, χαρούμενα, τρέχοντας με το πολύτιμο φορτίο τους και με την αγωνία πότε θα φτάσουν στο σπίτι να τις μοιραστούν, δεν έβλεπαν ούτε τις πέτρες του δρόμου, ούτε τα διάφορα εμπόδια. Ο στόχος τώρα ήταν ένας, να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στο σπίτι.

Η μάνα, από τις χαρούμενες φωνές τους, κατάλαβε ότι ο "γερο-λαδάς" κάτι έδωσε αυτή τη φορά στα φτωχά παιδιά. Με λαχτάρα πέφτουν και τα τρία πάνω στην ξύλινη πόρτα που άνοιξε με δυνατό θόρυβο. τα ματάκια τους άστραψαν, το χαμόγελο και οι φωνούλες τους ήταν σαν τιτιβίσματα των πουλιών που υποδέχονται την άνοιξη.

"Μαμά, μαμά, μας έδωσε ελιές...", είπαν όλα μαζί με μια φωνή και με γρήγορες κινήσεις έβγαλαν τις ελιές πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Άρχισαν να τις μοιράζουν. Μια εσύ, μια εγώ, μια ο Σάββας.

Αυτό το μοίρασμα έγινε πέντε έξη φορές. Οι ελιές μοιράστηκαν δίκαια, αλλά ήταν τόσο λίγες για τα άδεια στομαχάκια τους, που ούτε το κατάλαβαν καλά - καλά. Μόλις τελείωσε όλη αυτή η διαδικασία, η Μαρία με πίκρα αλλά και σοβαρότητα μεγάλης κοπέλας λέει στη μητέρα της.

"Άκου μαμά, εγώ άλλη φορά δεν πάω...".

"Γιατί;", ρωτάει η μαμά της, "αδελφός μου είναι, από το κτήμα το δικό μου που δεν μας το δίνει είναι οι ελιές", λέει με θυμό και αγανάκτηση η καημένη η κυρα-Θοδώρα.

Τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την πίκρα της μάνας, μασουλούν γρήγορα τις λιγοστές ελιές που τους έδωσε με χίλια βάσανα ο "γερο-λαδάς" θείος τους. Η ταλαίπωρη μάνα μόνο που είδε τις ολοστρόγγυλες όμορφες ελιές να μασουλάνε τα τρία αγγελούδια της τα χάιδεψε απαλά στα κεφαλάκια τους, τους έδωσε θάρρος και υπόσχεση ότι αύριο θα τους φέρει εκείνη κάτι άλλο να φάνε και τα έβαλε για ύπνο.

Όταν έμεινε μόνη, άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί κάπου μακριά και με την ανάποδη της παλάμης της σκούπισε δυο δάκρυα που σαν διαμάντια κατρακύλησαν στο νεανικό της πρόσωπο.

Ποιος ξέρει, άραγε, γιατί απ' όλα έκλαιγε...

 

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου