Αφηγήματα

 

«Τα Χειρόγραφα της Ψυχής»

 

 

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου

 

ΑΘΗΝΑ 2004

 

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου Δημ. Ιων. Λιβάνιο σαν ελάχιστο φόρο τιμής για το μεγάλο του έργο

 

 

 

Απαγορεύεται η μερική ή ολική ανατύπωση του παρόντος βιβλίου καθώς και η μετάφραση χωρίς την έγγραφη έγκριση της συγγραφέως. Όλα τα γνήσια αντίτυπα υπογράφονται από την συγγραφέα.

 

 

ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

 

1) «Υψιπετώντας», ποίηση

2) Συμμετοχή στην ποιητική συλλογή ανθολογία «Πολύπτυχο 2000».

3) Συμμετοχή στηνποιητική συλλογή ανθολογία «Πολύπτυχο 2001».

4) Συμμετοχής την ποιητική συλλογή ανθολογία «Πολύπτυχο 2002-2003».

5) Συμμετοχή στην ποιητική συλλογή ανθολογία «Νεοελληνική ποίηση 2004».

6) Συμμετοχής την ποιητική συλλογή ανθολογία «Παναθήναια 2004».

7) «Τα Χειρόγραφα της Ψυχής», Αφηγήματα.

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

Η Ευφροσύνη Κακογιαννάκη – Λιβανιού γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπουτελείωσε το Δημοτικό. Τις γυμνασιακές της σπουδές τις τελείωσε στην Αθήνα. Ασχολείται χρόνια πολλά με την ποίηση.

Υπήρξε βοηθός του Καθηγητή της Φιλοσοφίας Βασίλη Λαζανά, απ’ όπου διδάχθηκε τα πρώτα μαθήματα Λογοτεχνίας.

Είναι επί χρόνια μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΔΕΕΛ). Είναι αρθρογράφος σε περιοδικά και τοπικές εφημερίδες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έχει ανθολογηθεί πολλές φορές στο «Πολύπτυχο» του κυρίου Ρόζου, στο ανθολόγιο της (ΔΕΕΛ) «Παναθήναια 2004» και έχει βραβευθεί με τρίτο βραβείο για το ποίημα «Ο κλώνος της ειρήνης».

Έχει γράψει στο ανθολόγιο «Νεοελληνικής Ποίησης» της Κ. Λειβαδά. Έχει βραβευθεί πολλές φορές από τη Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, από το «Πολύπτυχο», από το Περιοδικό Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού «Κελαινώ», από τον Β΄ Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης Κορίνθου με πρόεδρο κριτικής επιτροπής την Κ. Β. Καλαχάνη, από την εφημερίδα «Κριτόβουλος», από «Το Καφενείο Ιδεών» στον 21ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό «Σικελιανά 2004».

Έχει καταχωρηθεί ποίημά της στο περιοδικό «H. M. Magazine» και στο ένθετο «Modern Greek Literature» στο 5ο τεύχος Σεπτεμβρίου. Επίσης έχει καταχωρηθεί ποίημά της στη Βιβλιοθήκη WIDENER LIBRARY και στον κατάλογο Greek Yellow Pages 2004.

Γράφει στις εφημερίδες «Έρευνα», «Σέριφος», «Κυκλαδικόν Φως», «Σεριφιώτης», «Κριτόβουλος», «Νέος Κόσμος» της Αυστραλίας, «Ο Ελληνισμός της Αμερικής» και στα περιοδικά «Κελαινώ», «Νέα Αριάδνη», «Ο Λόγος», «Πάπυρος».

Για το πρώτο της βιβλίο που κυκλοφόρησε, «Υψιπετώντας» το 2003 έλαβε πολύ καλές κριτικές από Κριτικούς, Λογοτέχνης της Ελλάδας και του Εξωτερικού.

Είναι μητέρα δύο παιδιών και λατρεύει τα δύο υπέροχα εγγονάκια της. Έχει πολύ απόθεμα στην ψυχή της και στα χαρτιά της, που σιγά – σιγά μας το παρουσιάζει απλόχερα. Ετοιμάζει άλλα τέσσερα βιβλία με ποίηση και διηγήματα, η ποίησή της είναι κομμάτια του εαυτού της.

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΑΡΙΑΣ ΥΔΡΑΙΟΥ ΡΑΛΛΗ

 

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

 

Θα ’θελα να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου την πρέσβειρα της λογοτεχνίας και Πρόεδρο της ΔΕΕΛ, κυρία Χρυσούλα Βαρβέρη Βαρρά, αξιόλογο άνθρωπο και πνευματικό υποστηρικτή για όλη την αγάπη που μου πρόσφερε στα πρώτα μου βήματα. Για την ανεξάντλητη προσφορά της στα ελληνικά γράμματα και γενικότερα στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Θα ‘θελα, επίσης, να ευχαριστήσω θερμά την καθ’ όλα αξιόλογο κυρία Μαρία Υδραίου Ράλλη, Φιλόλογο Αγγλικής, Γαλλικής και Ιταλικής Φιλολογίας, Ιστορικό, Αρχαιολόγο, Πτυχιούχο Νομικής Σχολής και Βαλκανικών Γλωσσών, πτυχιούχο master αγγλικής και αμερικανικής Λογοτεχνίας 20ού αιώνα, από το Πανεπιστήμιο Νιούκαστλ της Β. Αγγλίας, μεταφράστρια, κριτικό, ποιήτρια και πολλά άλλα, μα πάνω απ’ όλα, τέλειο άνθρωπο. Για τη μεγάλη αγάπη της προς το πρόσωπό μου, για την αληθινή φιλία της και την απεριόριστη προσφορά της στο λογοτεχνικό χώρο.

Τέλος, ευχαριστώ θερμά τον σύζυγό μου, που με υπομονή και αγάπη άκουγε και παρατηρούσε τόσα χρόνια τα όσα του διάβαζα, πριν βγουν στο φως και φτάσουν στα χέρια σας.

Ευχαριστώ ακόμα όσους με άκουσαν καλοπροαίρετα ή με πικρότερα σχόλια τόσα χρόνια από τα γραπτά μου αυτά, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον

«Χειρόγραφα Ψυχής»

Ε.Κ.Λ.

 

Αγαπημένοι μου αναγνώστες (φίλοι μου),

Βρίσκομαι και πάλι μπροστά σας για να σας παρουσιάσω με χαρά το δεύτερο βιβλίο μου. Το πρώτο, με τίτλο «Υψιπετώντας», ποίηση, αγαπήθηκε, διαβάστηκε απ’ όλους εσάς και πήρε πολύ καλές κριτικές, από πολλούς αξιόλογους λογοτέχνες.

Σε αυτό το βιβλίο που κρατάτε πάλι στα χέρια σας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι εμπειρίες της ζωής μου, οι αναμνήσεις από αληθινά γεγονότα που τόσα χρόνια τα είχα φυλαγμένα στην ψυχή μου, σαν πολύτιμο λίθο.

Από μικρή μου άρεσε να γράφω στίχους και να καταγράφω στη μνήμη μου έντονα τα γεγονότα που διαδραματίζονταν γύρω μου.

Πολλά από αυτά που θα διαβάσετε με γύρισαν χρόνια πίσω και καθώς τα έγραφα στο λευκό χαρτί τα ζούσα κι όλας.

Η γειτονιά μου ζωντάνευε, ξαναζούσα τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Μα και η ανάμνηση του καλού μου φίλου γέμισε τα μάτια μου με δάκρυα.

Η ζωή, όμως, συνεχίζεται και ο καθένας από εμάς έχει στη μνήμη του πολλά τέτοια γεγονότα να θυμηθεί. Εγώ απλά έχω την τύχη να μπορώ να τα μεταφέρω στο χαρτί. Σας τα προσφέρω να τα απολαύσετε και διαβάζοντάς τα να βρείτε και εσείς κάποια ίδια δικά σας κοινά σημεία.

 

 

Περιεχόμενα

 

«Ο Πατέρας της Γειτονιάς»

2. «Ο Κούρκος»

3. «Περιμένοντας τον Άη-Βασίλη»

4. «Πέντε χρώματα, πέντε αρώματα»

5. «η ανάμνηση ενός φίλους»

6. «Η φτωχή μου γειτονιά»

7. «Μια αληθινή ιστορία»

8. «Για μια χούφτα ελιές»

9. «Γυμνάσιο Θηλέων»

 

 

 

 

«Ο πατέρας της γειτονιάς»

 

Ο κυρ Δημήτρης ήταν μεσόκοπος άνθρωπος, σοβαρός, καλοντυμένος πάντοτε, με το ασορτί καπέλο που ολοκλήρωνε το ντύσιμό του.

Κάθε πρωί, πριν φτάσει στο γραφείο του, στη γωνιά του δρόμου σταματούσε στο μικρό λούστρο, γυάλιζε τα παπούτσια του και έφευγε ευχαριστημένος, αφήνοντας ένα γερό φιλοδώρημα στο μικρό βιοπαλαιστή που με χαρά πάντα τον περιποιούνταν μια και ο καλοσυνάτος κύριος του έδινε τον κόπο του πάντοτε με το παραπάνω.

Ο μικρός λούστρος τον παρακολουθούσε καθώς έφευγε με θαυμασμό και ονειρευόταν, όταν μεγάλωνε να του έμοιαζε, αν και η φτώχεια τον εμπόδιζε να κάνει και μεγάλα όνειρα.

Ο κύριος Δημήτρης ήταν διευθυντής στη μεγάλη για τότε εταιρεία των Τ.Τ.Τ. Είχε έρθει από ένα μικρό νησί των Κυκλάδων, είχε αγωνιστεί και αυτός σκληρά για να μπορέσει να επιβιώσει στη μεγάλη πόλη και να βγάλει το σχολαρχείο και μια ξένη γλώσσα, δουλεύοντας διάφορες δουλειές. Ο Θεός τον βοήθησε γιατί και αυτός ήξερε να βοηθάει και με πολύ δουλειά, υπομονή και επιμονή έφτασε στην ηλικία των σαράντα χρόνων να είναι προκομμένος, να έχει έναν καλό μισθό, χιονίζει βρέχει, όπως έλεγε και να μπορεί να συνεχίζει το όνειρό του να βοηθάει ό,τι του βρίσκεται στο δρόμο του ή το ένοιωθε ότι το είχε ανάγκη.

Έτσι ο μικρός ήταν ένα από τα παιδιά της περιοχής που τον φώναζε «πατέρα», γιατί έτσι τον ένοιωθε, φιλόστοργο, χαμογελαστό και αγαπημένο σαν τον πατέρα του που είχε χάσει.

Αλλά δεν ήταν ο μόνος που ένοιωθε έτσι για τον κύριο Δημήτρη.

Οι μικροί βοηθοί του στη δουλειά τον φώναζαν «πατέρα», ζητώντας να τους δειξει κάτι που δεν γνώριζαν από το σχολειό μια και τον θεωρούσαν περισσότερο μορφωμένο από τους γονείς τους. Ο καλοκάγαθος αυτός άνθρωπος ποτέ δεν δυσανασχετούσε, πάντα πρόθυμα προσπαθούσε να τους βοηθήσει και πάντα τους έλεγε με πατρική στοργή: «μη διστάζετε να με ρωτάτε και μην νοιώθετε υποχρεωμένοι σε μένα, γιατί και εγώ μ’ εσάς φρεσκάρω τις γνώσεις μου, μια και δεν μου δίνεται η ευκαιρία τώρα με τη δουλειά, τα βάσανα και την οικογένεια, να μελετήσω».

Τα παιδιά έπαιρναν θάρρος και έτσι ο κυρ Δημήτρης ήταν σαν να είχε ένα πολύ μικρό φροντιστήριο στη δουλειά του. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όλοι πριν αποφασίσουν να πάρουν κάποια σοβαρή απόφαση, ρωτούσαν τον καλό γείτονα, που δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση και πάντα έβρισκε λίγη ώρα ελεύθερη να ασχοληθεί και μαζί τους.

Τα σπίτια την εποχή εκείνη τα χώριζε το ένα με το άλλο ένα μικρό τοιχάκι, έτσι για τα μάτια που λέμε, γιατί στην ουσία όλοι οι γείτονες ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια στις χαρές και τις λύπες.

Έτσι λοιπόν η κυρία Άννα, μια  γειτόνισσα πολύ κοντινή στον κυρ-Δημήτρη, ένα βράδυ πήρε το θάρρος και κτύπησε την πόρτα του καλοκάγαθου ανθρώπου της μικρής γειτονιάς.

Αφού μπήκε μέσα στο περιποιημένο και πεντακάθαρο σπίτι του, κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα που της υπέδειξε ο γείτονάς της με το πλατύ χαμόγελο και άρχισε να του λέει το πρόβλημα που την απασχολούσε, για να βρει τη λύση που ήξερε ότι η απάντησή του θα ήταν η σωστή.

«Καλέ μου κύριε Δημήτρη», ξεκίνησε να λέει η κυρία Άννα, «όπως ξέρεις η Αθηνούλα μου είναι πια σε ηλικία γάμου». Πήρε μια βαθιά ανάσα, μπέρδεψε λίγο τα δάχτυλά της και συνέχισε:

«Προχθές της έφεραν ένα προξενιό. Μου είπαν ότι είναι καλό παιδί, έχει καλή δουλειά και είναι και συνεσταλμένο. Εγώ όμως, όπως καταλαβαίνεις, μια και με ξέρεις πολλά χρόνια, φοβάμαι, γιατί είμαι μόνη από τότε που έχασα τον άνδρα μου και αυτό το κορίτσι είναι το στήριγμά μου, η ζωή μου, τα όνειρά μου, αυτό μόνο μου έχει απομείνει».

Λέγοντας αυτά ξέσπασε σε αναφιλητά. Ο ευγενικός γείτονας σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε την κυρία Άννα, ακούμπησε με καλοσύνη τον ώμο της και με πατρική στοργή που είχε πολύ απόθεμα η ψυχή του, της είπε:

«Καλή μου γειτόνισσα, μη φοβάσαι να είναι σίγουρη ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να δούμε όλοι στη γειτονιά την Αθηνούλα ευτυχισμένη. Στηρίξου στην απόφασή μου και στην αγάπη μου και δεν θα αργήσω να σου απαντήσω. Θα μάθω για το παλικάρι και αν πραγματικά της αξίζει θα γιορτάσουμε όλοι μαζί το γάμο της και εγώ θα της πάρω ένα πολύ ωραίο δώρο για το καινούργιο της σπιτικό».

Τα έλεγε αυτά και ένοιωθε τόσο αγάπη και δύναμη στην ψυχή του, που αν δεν ήταν βράδυ θα έφευγε αμέσως να μάθει σχετικά με το νέο και να ξεκινήσουν οι ετοιμασίες του γάμου της μικρής Αθηνούλας, όπως την έλεγε μια και ήξερε τους γονείς της πολλά χρόνια και έπιναν και κανένα ούζο στο καφενείο της γειτονιάς με το συχωρεμένο τον πατέρα της, που έφυγε πολύ νωρίς από την τρισκατάρατη αρρώστια, τη φυματίωση.

Η κυρά Άννα έφυγε ευχαριστώντας τον και νοιώθοντας αλαφρωμένη, μια και ήξερε ότι ο άνθρωπος αυτός θα τη βοηθούσε και τώρα όπως και στις δύσκολες μέρες που πέρασε, τότε που έχασε τον πολυαγαπημένο της άνδρα. «Τέτοιες στιγμές ξεχνιούνται», συλλογίστηκε, «ας του δίνει ο Θεός την υγειά του και αυτό που ποθεί».

Στο μυαλό του κυρ-Δημήτρη τριγυρνούσε πάντοτε η ίδια σκέψη. «Πρέπει να φερθώ σαν πατέρας μια και το κορίτσι είναι ορφανό, να μην κάνω κανένα λάθος. Από αύριο κι όλας θα ενδιαφερθώ να ρωτήσω τι άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να παντρευτεί την Αθηνούλα μας».

Έτσι πέρασε η νύχτα και την άλλη μέρα η πρώτη του σκέψη ήταν να βρει την ώρα να επισκεφθεί τον κατάλληλο άνθρωπο για να μάθει.

Η ζωή του ευγενικού κυρίου Δημήτρη ήταν μια προσφορά για τους συνανθρώπους του. Δεν θα ξεχάσω την αγάπη όμως που είχε για το διάβασμα. Κοντά στη λάμπα τις κρύες νύχτες του χειμώνα και μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας που ακούγονταν μόνο ο θόρυβος του ξύλου που καιγόταν στη σόμπα, καθισμένος στη βαθιά του πολυθρόνα και δίπλα του η πιστή σύντροφος της ζωής του με το εργόχειρο στο χέρι και εκείνος με τη βαθιά, γλυκιά φωνή του της διάβαζε τα αριστουργήματα, το ένα μετά το άλλο, των μεγάλων συγγραφέων και η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουν.

Η ευχαρίστηση της ώρας αυτής ήταν και για τους δυο μεγάλη, βρίσκονταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο κάνοντας κάθε λίγο και λιγάκι το δικό τους σχολείο, έβρισκαν κοινά σημεία με τη ζωή γύρω τους, μάθαιναν ταυτόχρονα και οι δύο τόσα πράγματα, ο ένας έδινε και έπαιρνε από τον άλλο. Ο κυρ-Δημήτρης έπαιρνε την ηρεμία και τη ζεστή συντροφιά της συζύγου του, ενώ εκείνη απολάμβανε τη ζεστή εκφραστική φωνή της και την περηφάνια και σιγουριά που ήταν δίπλα του.

Τα χρόνια περνούσαν ήρεμα, οικογενειακά, ένα όμως μαράζι τους έκαιγε κρυφά και τους δυο, ήταν τόσα χρόνια παντρεμένοι, αγαπούσαν τόσο πολύ τα παιδιά, είχαν μέσα στην ψυχή τους τόσα αποθέματα αγάπης, που τα σκόρπιζαν απλόχερα στα παιδιά της γειτονιάς, αλλά ο Θεός δεν τους έδινε ένα δικό τους παιδί. Ο καημένος ο κυρ-Δημήτρης έβλεπε τη γυναίκα του λυπημένη και πάντα την παρηγορούσε.

«Μη στενοχωριέσαι, θα έρθει η ώρα, ο Θεός δεν θα μας αφήσει με αυτή τη λύπη», της έλεγε και την αγκάλιαζε τρυφερά. Μέσα του όμως είχε μια πίκρα βαθιά γιατί η καλή του γυναίκα υπέφερε και αυτή περισσότερο, κάνοντας προσπάθειες, ακούγοντας πιστά τις συμβουλές του γιατρού, αλλά στον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της πάντα γινόταν το κακό.

Οι επόμενοι μήνες περνούσαν με πολύ πόνο και δάκρυ, αλλά η πίστη τους στο Θεό ήταν μεγάλη. Πάντα πίστευαν ότι δεν μπορεί, ο Θεός θα τους ανταμείψει. Έτσι, περνούσαν τα χρόνια με αυτό το κρυφό πρόβλημα να καίει τα σωθικά τους. Όμως, ξαφνικά το ξέχασαν, γιατί ένα μεγαλύτερο πρόβλημα τους σκέπασε αυτούς και όλους τους πατριώτες τους. Ο πόλεμος...

Ο κύριος Δημήτρης, ο καλός αυτό «πατέρας» της γειτονιάς πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς, πού καιρός να σκεφτείς εάν θα κάνεις πια παιδί; Η γλυκιά και ήσυχη γυναίκα του έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, έκλαιγε μέρα – νύχτα, δεν ήξερε αν θα ξαναδεί τον άνθρωπό της, τον καλό σύντροφο της ζωής της, τον δικό της «πατέρα», μια και αυτή μεγάλωσε ορφανή και τον ένοιωθε εκτός των άλλων και λίγο πατέρα. Το κακό νέο δεν άργησε να μαθευτεί σε όλη τη γειτονιά. Από το λούστρο μέχρι τον τρελό της περιοχής, όλοι ήταν λυπημένοι και ρωτούσαν συνέχεια τη γυναίκα του εάν είχε κανένα καλύτερο νέο από τον «πατέρα της γειτονιάς». Έτσι ο καιρός περνούσε μέσα στη θλίψη που δημιουργεί ένας πόλεμος.

Ο κύριος Δημήτρης από τη μεριά του, περνούσε το δικό του δράμα, μέχρι να φτάσει η μέρα να τον ανακρίνει ο Γερμανός διοικητής. Αλλά κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τον τρόπο που υφαίνει τον ιστό της η μοίρα. «Ο Θεός είναι πάντα μεγάλος και μας βλέπει από ψηλά», έλεγε ο καλοκάγαθος άνθρωπος και πατέρας της μικρής γειτονιάς. Έτσι, μετά από αρκετές ημέρες, όταν άκουσε να τον φωνάζει ο Γερμανός φαντάρος ότι πρέπει να μιλήσει με τον διοικητή, αμέσως επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις, προσευχήθηκε γρήγορα στο Θεό και στον Πολιούχο του νησιού του, τον Αγ. Ταξιάρχη και με το κεφάλι ψηλά και το σώμα ορθό, σαν γνήσιος Έλληνας και υπερήφανος απόγονος των προγόνων του, προχώρησε προς το γραφείο του διοικητή. Μπαίνοντας μέσα αμέσως η ευγένειά του τον υποχρέωσε να πει «καλημέρα» ;;;;;;; και στον άνθρωπο που ίσως του αφαιρούσε σε λίγο τη ζωή.

Ο διοικητής σήκωσε τα μάτια από τα χαρτιά του, τον κοίταξε ερευνητικά, από πάνω έως κάτω, διέκρινε αμέσως μια αρχοντιά ψυχής και σώματος και με τα σπασμένα ελληνικά του είπε: «Κάτσε κάτω και πες μου ποιος είσαι;». Ο κύριος Δημήτρης πήρε μια βαθιά ανάσα και με τη σοβαρότητα ου τον διέκρινε και τον ορθό λόγο του απαντά ευθέως με τη ζεστή του φωνή.

«Πρώτα απ’ όλα είμαι ένας γνήσιος Έλληνας που αγαπάει την πατρίδα του και γι’ αυτή αγωνίζεται με ήθος και αξιοπρέπεια. Εργάζομαι ως ανώτατος υπάλληλος των Τ.Τ.Τ. και είμαι οικογενειάρχης». Ο Γερμανός διοικητής θαύμασε το θάρρος του και την αξιοπρέπειά του και του λέει με τα ελληνικά που ήξερε: «Σε θαυμάζω και εσένα τον νεότερο Έλληνα, αλλά και όλη τη γενιά σου. Έχω διαβάσει πολλά ελληνικά βιβλία, γνωρίζω καλά όλη την ιστορία σας και τους αρχαίους συγγραφείς». Λέγοντας αυτά ο καλοκάγαθος κύριος Δημήτρης του λέει: «Η χώρα μου είναι πολύ όμορφη, περήφανη, μα φτωχή, τώρα με τούτο τον πόλεμο θα γίνει ακόμα φτωχότερη, εγώ λόγω της δουλειά μου την έχω γυρίσει σχεδόν όλη και ξέρω τις χαρές και τις λύπες της».

Η κουβέντα συνεχίστηκε για πολλά θέματα, για αρκετή ώρα. Ο κύριος Δημήτρης είχε τώρα μπροστά του έναν καλό και μορφωμένο συνομιλητή, που για κάποια στιγμή ξέχασε ότι βρισκόταν να μιλάει με τον κατακτητή του και ξεδίπλωνε τον πλούτο της ψυχής του και της μόρφωσης.

Στο τέλος ο διοικητής του είπε κάτι που τον έκανε να ριγήσει από ικανοποίηση: «Εγώ είμαι ένας λάτρης της Ελλάδας, μπορεί να σου φαίνεται παράξενο από τη θέση που είμαι, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Διαβάζοντας τόσα χρόνια στηνπατρίδα μου για την ελληνική Ιστορία, νοιώθω περήφανος που υπάρχει στη γη τέτοιο μεγαλειώδες πνεύμα. Εσείς είστε εκείνοι που με τα μνημεία σας και τα σοφά συγγράμματά σας δώσατε τη γνώση και το φως σε όλο τον κόσμο». Σηκώθηκε, χαιρέτισε στρατιωτικά και του είπε: «Θα ‘θελα στο χρονικό διάστημα που θα είμαι εδώ να γνωρίσω τέτοιους Έλληνες σαν και εσάς, κύριε. Έτσι θα με κάνετε να νοιώθω περισσότερο ολοκληρωμένος άνθρωπος». Και δίνοντάς του το χέρι, το έσφιξε με μια ζεστή χειραψία. Αμέσως φώναξε τον φρουρό στα γερμανικά και του είπε: «Οδήγησε τον Έλληνα στην έξοδο, μπορεί να πάει σπίτι του». Ο κύριος Δημήτρης δεν πίστευε στα μάτια του και στα αυτιά του. Να ένας Γερμανός αλλιώτικος από τους άλλους», είπε από μέσα του και προχώρησε με σταθερά βήματα προς την έξοδο.

Στο μυαλό του τριγυρνούσαν χίλιες δύο σκέψεις, μα προτεραιότητα πήρε η σκέψη ότι το ταχύτερο έπρεπε να πάει σπίτι του για να λιγοστέψει η αγωνία της καλής του γυναίκας. Έτσι και έγινε: άρχισε να βαδίζει βιαστικά, ώσπου, ύστερα από κάμποση ώρα, μπήκε στη γειτονιά του. Φυσικά, δεν πέρασε απαρατήρητος από τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο με μια πάνινη μπάλα κουρελιασμένη στο δρόμο. Όλα τον περικύκλωσαν και άρχισαν να τον ρωτούν με εμφανή αγωνία αν είναι καλά και αν είναι πια ελεύθερος. Έβλεπες στα πρόσωπά τους την αγωνία που θα είχαν για τον αληθινό τους πατέρα.

Ο μικρός Μιχαλάκης τους παράτησε βιαστικά, λες και θυμήθηκε ξαφνικά κάτι και άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν ενώ φώναζε δυνατά να τον ακούσουν όλοι στη γειτονιά χαρούμενα: «Ήρθε ο πατέρας μας ο κυρ-Δημήτρης, ήρθε, βγείτε έξω να τον καλωσορίσετε...». Δεν άργησαν να βγουν όλοι, αφήνοντας διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες, πέφτοντας με επιφωνήματα χαράς στην αγκαλιά του. Η γυναίκα του με δάκρυα χαράς δεν πίστευε στα μάτια της. Τον χάιδευε, τον ξαναχάιδευε, λες και ήθελε να το καταλάβει καλά ότι ο αγαπημένος άνδρας της ήταν και πάλι κοντά της και γλίτωσε από τα νύχια του κατακτητή. Έτσι, οδηγήθηκαν σχεδόν όλοι στο φιλόξενο πεντακάθαρο σπίτι του κυρ-Δημήτρη και σερβιρίστηκαν από ένα ώριμο πεντανόστιμο φρούτο από τον κήπο του.

Η ζωή συνέχισε να κυλάει με πείνα, φόβο, και άσχημα μαντάτα από τον πόλεμο, κάθε μέρα που περνούσε τα πράγματα δυσκόλευαν, η πείνα είχε αρχίσει να θερίζει τα πιο αδύνατα μέλη της κοινωνίας, τα παιδιά και τους γέροντες. Ο πόνος του «πατέρα της γειτονιάς» ήταν πολλαπλάσιος, δεν μπορούσε να βοηθήσει κανένα, ελάχιστα ήταν και τα δικά τους τρόφιμα που έφερνε στην οικογένειά του. Όμως συνεχώς σκεφτόταν, έπρεπε να κάνει κάτι, τα παιδιά τον συγκινούσαν τόσο πολύ, δεν μπορούσε να βλέπει να παρακαλάνε για μια βούκα ψωμί, δεν μπορούσε να τα βλέπει να λιώνουν σαν το λευκό κερί της λαμπρής και μετά να πεθαίνουν, τρελαινόταν. Έδινε μια βούκα από το δικό του σε ορισμένα παιδιά, αλλά δεν ήταν αρκετό και τα παιδιά πέθαιναν το ένα πίσω από το άλλο. Άρχισαν μαζί με τη γυναίκα του να πουλάνε ό,τι είχαν και δεν είχαν για λίγο καλαμπόκι, για λίγο πλιγούρι, μα τίποτα δεν διορθωνόταν, όλα χειροτέρευαν.

Μια μέρα με πολύ κόπο και δισταγμό η γλυκιά του γυναίκα του λέει: «Δημήτρη, θέλω εδώ και μέρες να σου πω κάτι, διστάζω, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις, αλλά πρέπει να στο πω και εσύ να αποφασίσεις». Σκουπίζει τα μάτια της, κάθεται κοντά της, του έπιασε το δεξί χέρι και κοιτώντας τον γλυκά στα μάτια του είπε με σιγανή τρεμάμενη φωνή:

«Ξέρεις, Δημήτρη, είναι βαρύ αυτό που θα σου πω, αλλά η αγάπη μας δεν θα λιγοστέψει, εμείς να είμαστε καλά...». Ο άνδρας της την κοίταξε με αγωνία και περιέργεια και της είπε με όλη την καλοσύνη που έθρεφε γι’ αυτήν:

«Πες μου σε παρακαλώ, χωρίς περιστροφές».

Εκείνη παίρνει μια βαθιά ανάσα και με βουρκωμένα μάτια του λέει:

«Ξέρεις, μου είπε κάποιος ότι αν πουλήσουμε τα χρυσαφικά μας θα μας δώσει ένα σακούλι καλαμπόκι» και από τα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ που άστραψε σαν διαμάντι πάνω στη χρυσή βέρα που φορούσε στο χέρι της.

«Αυτό ήθελες να πεις τόση ώρα;», της λέει ο άνδρας της με καλοσύνη. Εκείνη τον κοιτάει στα μάτια λες και ήθελε να διαβάσει τη σκέψη του πριν ακόμα την πουν τα χείλη του. «Μα και βέβαια θα τις πουλήσουμε, η αγάπη μας και ο όρκος μας δεν κρατιούνται από τις βέρες, αλλά από την ψυχή μας. Εμείς να είμαστε καλά να ζήσουμε και θα τις ξαναφτιάξουμε». Αυτά είπε και την αγκάλιασε σφιχτά στην καρδιά της, ενώ έβγαλε με θρησκευτική ευλάβεια τη βέρα από το χέρι της και το δικό του και τα έβαλε στη χούφτα της.

«Άντε να τις δώσει στο μαυραγορίτη για λίγο καλαμπόκι», τι να κάνουμε, θα υπομείνουμε και αυτό τον εξευτελισμό, δυστυχώς από τα ίδια μας τα αδέλφια».

Η γυναίκα του με ευλάβεια φίλησε τις ολόχρυσες βέρες, τις έκλεισε προσεκτικά στη χούφτα της και ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα, φοβούμενη μήπως το μετανιώσει, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, για να βρει τον άνθρωπο που χωρίς πόνο στην καρδιά θα της έπαιρνε τη μικρή της περιουσία για να της δώσει λίγες χούφτες καλαμπόκι για να ζήσουνε.

«Αυτά έχει ο πόλεμος», μονολογούσε, καθώς προχωρούσε τρέχοντας σχεδόν μέσα στο σκοτάδι. Πίσω της είχε αφήσει τον άνδρα της περισσότερο προβληματισμένο τώρα. Είχε κάτσει στην πολυθρόνα του και ακουμπώντας τα χέρια στο κεφάλι σκεφτόταν διάφορα. Ξαφνικά, μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του.

«Δεν μπορεί, αυτός πρέπει να έχει ψυχή», μονολόγησε δυνατά μέσα στην απόλυτη σιωπή και άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο μέσα στο μυαλό του.

Η νύχτα πέρασε χωρίς να κλείσει σχεδόν μάτι. Τα χαράματα τον βρήκαν νωρίς νωρίς να φτιάχνει ένα τσάι. Πριν πάει στη δουλειά του είχε ολοκληρώσει το σχέδιό του. Θα έκανε μια κουβέντα. Πίστευε ότι ο Θεός θα τον βοηθήσει και πάλι στο έργο του. Έτσι, μετά τη δουλειά του, το μεσημέρι, πέρασε από το γραφείο του Γερμανού διοικητή. Αφού ζήτησε στον φρουρό να τον δει και του το επέτρεψαν, μόλις έφτασε στην πόρτα τότε μόνο κατάλαβε τι μεγάλη απόφαση είχε πάρει. Έκανε το σταυρό του, είπε δυο λόγια προσευχής και πήρε τη μεγάλη απόφαση: «Θα χτυπήσω την πόρτα και ό,τι γίνει», σκέφτηκε. Εξάλλου δεν κάνω και κανένα έγκλημα εάν είναι άνθρωπος ύστερα από τόσα που έχει διαβάσει θα με καταλάβει».

Σηκώνει το χέρι και χτυπά την πόρτα.

«Εμπρός», ακούγεται στα γερμανικά από μέσα. Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με τον Γερμανό διοικητή. Για μια στιγμή, την ώρα που αντάμωσαν οι ματιές τους διστάζει για λίγο, αλλά η αγάπη του και ο πόνος για τα πεινασμένα παιδιά υπερτερεί. Παίρνει λοιπόν το θάρρος και του λέει με σταθερή φωνή:

«Καλημέρα σας κύριε διοικητά. Πιστεύω να με θυμάστε...».

«Για, για», λέει εκείνος στα γερμανικά και συνεχίζει ο «πατέρας της γειτονιάς»:

«Ξέρε, ήρθα να σας ζητήσω μια μεγάλη χάρη, μια και κατάλαβα από το πολύ λίγο που γνωριστήκαμε εδώ στο ίδιο γραφείο προ καιρού, ότι πρέπει να έχετε πολλές ευαισθησίες, γι’ αυτό σας λέω ξανά ότι πήρα το θάρρος να σας ζητήσω κάτι ελάχιστο εάν περνάει από το χέρι σας, όχι για μένα, αλλά για τα παιδιά της γειτονιά μου».

Ο Γερμανός τον άκουγε σιωπηλός και με κάποια επιφύλαξη, διέκρινε όμως την ειλικρίνειά του και τον πόνο του στον τόνο της φωνής του και του είπε:

«Σας γνώρισα λίγο, σας εμπιστεύομαι ότι αυτά που θα μου πείτε θα είναι αλήθεια. Σας ακούω λοιπόν». Ο «πατέρας της γειτονιάς» πήρε θάρρος και άρχισε:

«Κύριε διοικητά, θα ‘θελα να με βοηθήσετε δείχνοντας την ευαισθησία σας στα μικρά παιδιά της γειτονιάς μου που λιμοκτονούν, δίνοντάς μου κάποια κουπόνια να μπορώ να παίρνω λίγο αλεύρι».

Ο διοικητής τον κοίταξε αυτή τη φορά με περισσότερο θαυμασμό, ένιωσε την πατρική στοργή έντονα, μια και αυτός ήταν πατέρας. Τον ρωτάει λοιπόν:

«Πόσα παιδιά έχεις;»

«Κανένα», απαντάει ο κύριος Δημήτρης. «Όλα είναι της γειτονιάς μου και μερικά από αυτά ορφανά».

Ο διοικητής δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε άλλο, είχε καταλάβει πολλά. Φώναξε το φρουρό, έδωσε οδηγίες και αφού χαιρέτισε με σεβασμό τον ταπεινό αγωνιστή, του έκανε νεύμα να ακολουθήσει το φρουρό. Ο κύριος Δημήτρης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. «Μεγάλο το όνομά σου Δέσποτα», έλεγε και ξανάλεγε, ενώ ακολουθούσε το φρουρό προς το γραφείο που έδιναν τα κουπόνια για την περιβόητη, μα τόσο απαραίτητη μπομπότα. Ο στρατιώτης είχε ειδοποιηθεί, του έδωσε τα κουπόνια για ένα μήνα. Ο κύριος Δημήτρης με τον πολύτιμο θησαυρό στα χέρια έφυγε χαιρετώντας ευγενικά.

«Τώρα ίσως μπορέσω να γλιτώσω μερικά παιδιά της γειτονιάς», σκέφτηκε.

Και πράγματι, έκανε θαύματα: έπαιρνε αλεύρι, το ζύμωνε η καλή του γυναίκα, ενώ εκείνος και οι γείτονες μάζευαν κλαδιά από το δάσος για το φούρνο και έτσι κουτσοπερνούσαν τα παιδιά και οι γονείς χωρίς να πεθαίνουν από την πείνα. Ο κύριος Δημήτρης ήταν ευχαριστημένος τα βράδια καθισμένος στην βαθιά του πολυθρόνα, κοντά στην αγαπημένη του γυναίκα αντάλλασσαν λόγια ικανοποίησης, σεβασμού και αγάπης, ενώ τα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα. Κάτι μπορούσαν να προσφέρουν και οι δυο στα φτωχά γειτονόπουλα με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι ο καιρός περνούσε και η μία μέρα διαδεχόταν την άλλη, ώσπου έφτασε ένα βαρύ μαντάτο για τη γειτονιά. Ο μεγάλος γιος της κυρίας Κατερίνας τραυματίστηκε θανάσιμα και μέχρι να τον μεταφέρουν στο πλησιέστερο νοσοκομείο ξεψύχησε. Το νέο έπεσε βαρύ σαν κεραυνός στη μικρή γειτονιά. Τα στόματα όλων κλειστά, τα μάτια υγρά. Το παλικάρι μαζί με άλλους στρατιώτες έδωσε την πολύτιμη ζωή του για την πατρίδα. Η κυρία Κατερίνα έπεσε σε βαθύ πόνο παρόλο που ήξερε ότι ο γιος της πολέμησε και πέθανε για την πατρίδα. Η καρδιά της μάνας, όμως λυγάει, λιώνει στην πυρωμένη φωτιά του πόνου. Τα δάκρυα ασταμάτητα για τις μάνες της γειτονιάς και για όλους, μα πιο πολύ για τη νεαρή γυναίκα του, που περίμενε σε λίγους μήνες τον καρπό της αγάπης τους. Έπρεπε να σταθεί όρθια και περήφανη για τον αγαπημένο της που δεν πρόλαβε καλά καλά να τον γνωρίσει. Ήταν μόνο ένα χρόνο παντρεμένος μα με πολλά όνειρα και αγάπη των νεανικών χρόνων. Πώς θα πάει να γεννήσει, ποιος θα της συμπαρασταθεί, τι θα απαλύνει το μικρό μέσα σε αυτά τα μαύρα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, της φτώχειας, της πείνας και της αρρώστιας; Αυτά τα προβλήματα παίδευαν τον «πατέρα της γειτονιάς» και δεν άφηναν το μυαλό και την ψυχή του να ηρεμίσει, μοιραζόταν τις σκέψεις του με τη γλυκιά ήρεμη γυναίκα, που και αυτή μαζί του προσπαθούσε να βρει κάποια καλύτερη λύση.

Ο καιρός περνάει, όπως πάντα, ό,τι και αν συμβαίνει γύρω μας, ο χρόνος δεν σταματά. Έτσι έφτασε η ημέρα και η νεαρή Ειρηνούλα έφερε ένα πανέμορφο κοριτσάκι στον κόσμο. Η χαρά κάθε νέας γέννας είναι μεγαλύτερη από τη λύπη. Όλοι αγκάλιασαν με το παραπάνω τη νεαρή μητέρα με το μωρό της, μα όπως ήταν φυσικό, το μεγαλύτερο ρόλο και εδώ τον έπαιξε ο κυρ-Δημήτρης. Με τη μεγάλη του καρδιά, που ήταν πλημμυρισμένη από αγάπη. Συμπαραστάθηκε με όλες του τις δυνάμεις στη νεαρή Ειρηνούλα και στο παιδί της. Η λεχώνα έπρεπε να τρώει καλά και να παίρνει τα φάρμακά της και αυτός με χίλιους δυο τρόπους φρόντιζε για το καλύτερο. Η δε γυναίκα του με τη λεπτή στοργή μιας γιαγιάς άρχισε να ράβει ζιπουνάκια, να ξηλώνει δικά της πλεκτά και να πλένει για το μωρό καλτσάκια, ζακετάκια, σκουφάκια και ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα μωρό για να ζεσταθεί από τον δυνατό χειμώνα. Όλοι αγκάλιασαν και πρόσφεραν στη νεαρή μητέρα και το μωρό ό,τι μπορούσαν. Η αγάπη και το δέσιμο της γειτονιάς για άλλη μια φορά φαινόταν στις δύσκολες στιγμές.

Συχνά ο κύριος Δημήτρης με τη γυναίκα του επισκεπτόταν το δωμάτιο που έμενε η φτωχή κοπέλα με την πεθερά της. Οι ώρες αυτές ήταν θεϊκές, η γλυκιά γυναίκα και ο φιλόστοργος πατέρας έσκυβαν επάνω στο μωρό με τόση αγάπη και στοργή, λες και ήταν δικό τους. Δεν ξεχνούσαν τον κρυφό καημό που χρόνια είχαν μέσα στην ψυχή τους για ένα δικό τους παιδί. Παρ’ όλα αυτά δεν το έδειχναν πουθενά και με αληθινή αγάπη συμπαραστέκονταν στην μικρή κοπέλα και το μωρό της. Το μωρό μεγάλωνε, άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα και να λέει τα πρώτα μισά γουστόζικα λογάκια. Κάθε μέρα γινόταν και πιο όμορφο και τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια που ήταν ίδια της μητέρας του, υπόσχονταν πολλά για το μέλλον.

Αλλά έχουμε πει και άλλη φορά, κανείς δεν ξέρει πόσο πολύπλοκο μπορεί να είναι ένα παιχνίδι της μοίρας. Η νεαρή Ειρηνούλα, παρ’ όλο που ήταν και αυτή μικρή και έδειχνε ότι ξεχνιόταν και έπαιζε με το παιδί της, από μέσα της την έτρωγε το σαράκι του ανθρώπου που τόσο πολύ αγάπησε και δεν πρόλαβε να χαρεί, αλλά ούτε και να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές. Έκλαιγε κρυφά, μόλις έπεφτε η νύχτα για να μην την δει κανείς και μέρα με τη μέρα έλιωνε σαν το κεράκι. Το χρώμα στα μάγουλά της άρχισε να χάνεται, έτρωγε ελάχιστα και αυτό με το ζόρι, και το χειρότερο, έκανε υψηλό πυρετό που με κανένα φάρμακο δεν έπεφτε. Όλοι στη γειτονιά άρχισαν να ανησυχούν, γιατί το νέο μαθεύτηκε γρήγορα από την πεθερά της που έμεναν μαζί. Το μικρό μωρό της άρχισε να παραμελείται από την Ειρηνούλα μια και η ταλαίπωρη δεν μπορούσε να σταθεί όρθια και να το φροντίσει. Ένα βράδυ η πεθερά της, μαζί με τον παπά της ενορίας ήρθαν στο σπίτι του κυρ-Δημήτρη. Μόλις τους είδε ο καλοκάγαθος άνθρωπος κατάλαβε αμέσως ότι κάτι κακό συμβαίνει. Αφού πέρασαν μέσα και κάθισαν  γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, ο γέρο-ιερέας πήρε το λόγο και λέει στον κύριο Δημήτρη:

«Τέκνο μου, ξέρω τον αγώνα που δίνεις και εσύ εδώ πίσω από την πρώτη γραμμή, είναι μεγάλος και βαρύς για τους ομούς σου αλλά να ξέρεις το χέρι του Θεού σε καθοδηγεί». Έκανε το σταυρό του και συνέχισε: «Να έχεις και τη δική μου ευχή. Χάρις σε σένα γλίτωσαν μερικά παιδιά και γέροντες από βέβαιο θάνατο. Αλλά εγώ εδώ δεν ήρθα για να σε στεφανώσω με δάφνινο στεφάνι, αυτό είναι δουλειά του Θεού εκεί που μας περιμένει. Εγώ εδώ ήρθα για έναν άλλο λόγο, πολύ πολύ σοβαρό και επείγοντα».

Σταμάτησε για ένα λεπτό, ανακάθισε καλύτερα στην καρέκλα και στύλωσε τα μαύρα του μάτια στο πρόσωπο γεμάτο αγωνία του κυρ-Δημήτρη και με την ήρεμη φωνή του είπε:

«Άκου παιδί μου, όπως είμαι σίγουρος ότι λίγο πολύ έχεις καταλάβει το λόγο της επισκέψεώς μου με την κυρία Κατερίνα, εδώ θέλω να σου προτείνω μια σκέψη μου, μα και να σε παρακαλέσω να εκπληρώσεις μια επιθυμία δική μου μα και της ταλαίπωρης Ειρηνούλας, που χθες μου ζήτησε να την εξομολογήσω και να την κοινωνήσω, γιατί δεν αισθανόταν καλά»

Ο κυρ-Δημήτρης και η γυναίκα του ανασηκώθηκαν από την καρέκλα τους, λες και τους τσίμπησε σκορπιός. Άνοιξαν τα μάτια διάπλατα και με μια φωνή και μια σκέψη που ράγιζε καρδιές φώναζαν «όχι, δεν είναι δυνατόν, θα γίνει καλά, είναι τόσο νέα και έχει και ένα τόσο όμορφο μωρό. Όχι, όχι».

Και λέγοντας αυτά γονατιστοί μπροστά στον γέρο ιερέα, λες και έβλεπαν μπροστά τους το Θεό, άρχισαν να παρακαλούν με δάκρυα στα μάτια για την υγεία της όμορφης Ειρηνούλας. Ο γερο-παπάς, με τα σκελετωμένα δάκτυλα τους ευλόγησε, τους ανασήκωσε και τους είπε: «Καθήστε παιδιά μου, ξέρω τι μεγάλο πόνο νιώθετε αυτή τη στιγμή, ακόμα στην ψυχή σας δεν έχει γιατρευτεί ούτε ο άλλος πόνος, ο χαμός του παλικαριού, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτούς που έφυγαν. Όμως πρέπει να βοηθήσουμε αυτούς που τώρα μας έχουν ανάγκη. Η παράκλησή μου, λοιπόν, αυτή τη στιγμή είναι να οπλιστείτε με δύναμη και κουράγιο και να ακούσετε αυτά που θέλω να σας πω». Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού, ψέλισε δυο λόγια προσευχής και είπε:

«Ακούστε παιδιά μου. Η Ειρηνούλα όπως δείχνουν τα πράγματα θα μας αφήσει χρόνους σύντομα, είναι πολύ λυπηρό, επάνω στα νιάτα της, μα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Έτσι είναι το θέλημα του Θεού, που δεν ξέρει κανείς γιατί. Εκείνο που θέλω εγώ είναι να μπορέσετε εσείς οι δύο μια και σας έχω πολύ εμπιστοσύνη, γιατί πολλές φορές έχετε αποδείξει την αγάπη σας για τον πλησίον σας, να αναλάβετε να μεγαλώσετε αυτό το μικρό τρισχαριτωμένο ορφανό, που δεν είναι παραπάνω από ενός έτους και η καημένη η γερόντισσα, η γιαγιά του, δυσκολεύεται λόγω ηλικίας».

Αυτά είπε ο γερο-παπάς και τους κοίταξε και τους δυο τόσο βαθιά μέσα στα μάτια, λες και ήθελε να διαβάσει τη σκέψη τους πριν πουν λέξη.

Ο καλοκάγαθος κύριος Δημήτρης αληθινά συντετριμμένος με μάτια γεμάτα δάκρυα έπιασε το χέρι της γυναίκας του, της χάιδεψε απαλά την πλάτη, προσπαθώντας να την ηρεμήσει από τα αναφιλητά της και της είπε:

«Είναι ώρα που πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά και με μεγάλη υπευθυνότητα, το παιδί πρέπει να βρει μια οικογένεια, η γιαγιά, όπως ξέρεις και εσύ δυσκολεύεται να το φροντίσει. Θα πρέπει καλή μου να αναλάβεις αυτό το δύσκολο ρόλο».

Η υπάκουη και καλόψυχη σύζυγος σήκωσε τα μάτια ψηλά, είπε δυο λόγια προσευχής και γυρίζοντας προς τον ιερέα έσκυψε, φίλησε το χέρι του και του είπε:

«Με την ευχή σου γέροντα θα αναλάβω το ρόλο αυτό, αφού έτσι ήρθαν. Και γυρίζοντας στον πολυαγαπημένο της άνδρα του είπε με τη γλυκιά φωνή της:

«Ο Θεός ας μας δώσει δύναμη και υγεία να πράξουμε ό,τι είναι καλύτερο για το μικρό ορφανό».

Η κυρία Κατερίνη σηκώθηκε από την καρέκλα της, τους φίλησε με δάκρυα στα μάτια και μαζί με τον ιερέα έφυγαν με την καρδιά αναπαυμένη ότι το μικρό ορφανό θα μεγαλώσει σε καλά χέρια. Ο καιρός περνούσε, η Ειρηνούλα είχε φύγει σαν άγγελος για να συναντήσει τον άνδρα της στους κόλπους του Θεού, η μικρή μεγάλωνε με ηρεμία και αγάπη από τους δυο καλοκάγαθους ανθρώπους, ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του με όλες τις πίκρες και τις απώλειες που ήταν πολλές. Είχαν περάσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια γεμάτα δουλειά και αγώνα για όλους τους πονεμένους και πεινασμένους ανθρώπους της γειτονιάς. Ο κυρ-Δημήτρης δεν είχε πάψει ούτε μια μέρα να αγωνίζεται, είχε καταφέρει πολλά, όλοι πια του το αναγνώριζαν με την αγάπη τους και τα καλά τους λόγια, η μόνη του χαρά και διασκέδαση ύστερα απ’ όλη την κούραση ήταν η αγκαλιά της μικρής Κατινίτσας, που με τα τρυφερά της χεράκια του σκούπιζε πάντα ένα αργό δάκρυ που κυλούσε στα μάγουλά του.

Η καλοκάγαθη γυναίκα του διάβαζε την ψυχή του σιωπηλή. Ήξερε να τον ξεκουράζει με την αγάπη  και την φροντίδα της. Μα η ζωή στα χρόνια του πολέμου ήταν τόσο δύσκολο που κάθε λεπτό δεν ήξερες τι θα συμβεί. Ο κύριος Δημήτρης έκανε επικίνδυνη δουλειά και ήταν πάντα πολύ κοντά στο στόμα του λύκου. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι έκανε το σταυρό του, φιλούσε την καλή του γυναίκα και τη μικρή Κατινίτσα και με ένα πικρό χαμόγελο έλεγε στη γυναίκα του «μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να γυρίσω πάλι στο σπίτι».

Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Το ίδιο δρομολόγιο, ο ίδιος σχεδόν δρόμος μα με πολλές αγωνίες για να φτάσει στη δουλειά του. Ένα πρωί έκανε τρομερό κρύο, σήκωσε το γιακά του τριμμένου παλτού και άρχισε να βαδίζει βιαστικά όταν ένας διαπεραστικός ήχος τρύπησε τα αυτιά του. Κοντοστάθηκε για λίγο και αφουγκράστηκε. «Όχι, ο ήχος αυτός δεν είναι το σφύριγμα του βοριά», συλλογίστηκε, ενώ πλησιάζοντας τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του νοσοκομείου άκουσε καλύτερα το κλάμα ενός μωρού. Τα ‘χασε. «Θεέ μου», συλλογίστηκε, «από πού ακούγεται αυτό το σπαραχτικό κλάμα που μου ξεσχίζει την καρδιά;».

Και ξεχνώντας ότι η ώρα πλησίαζε και έπρεπε να βρίσκεται στη δουλειά του, προχώρησε και άνοιξε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Ο φύλακας του νοσοκομείου, νυσταγμένος μια και η βάρδιά του δεν είχε τελειώσει ακόμα και παγωμένος όλη νύχτα στην ίδια καρέκλα, σηκώνεται και τον ρωτάει: «Ποιον θες να δεις πρωί πρωί;». Ο «πατέρας της γειτονιάς» τον καλημερίζει και του λέει: «Κανένας απ’ το νοσοκομείο, αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι». «Ευχαρίστως, εάν περνάει απ’ το χέρι μου», λέει ο ηλικιωμένος φύλακας. «Μου φάνηκε ότι άκουσα κλάμα μωρού εδώ γύρω, έτσι είναι ή η φαντασία μου;».

Ο ηλικιωμένος φύλακας κούνησε θλιβερά το κεφάλι: «Όχι κύριε, δεν είναι η φαντασία σας».

«Και τότε πού είναι το μωρό;», τον διέκοψε απότομα, γεμάτος αγωνία και πόνο.

«Μέσα σ’ εκείνο το εγκαταλελειμμένο κάρο» και δίχνει με το παγωμένο του χέρι, στη γωνία κάτω από ένα θεόρατο δένδρο. Ο κύριος Δημήτρης προχώρησε προς τα εκεί με απορία: «Είναι δυνατόν;», μονολογούσε. «Κάνει τόσο κρύο». Και όμως, όταν πλησίασε κοντά δεν πίστευε στα μάτια του. Ένα κομμάτι κρέας που έμοιαζε πιο πολύ με μολυβένια μπάλα παρά με κεφαλάκι μωρού βρισκόταν κάτω από μια παγωμένη πολύχρωμη υφαντή κουβέρτα. Τα ‘χασε, δεν ήξερε τι να πει για λίγα λεπτά. Ξαναγύρισε στο φύλακα και άρχισε να τον ρωτάει γι’ αυτό το ταλαίπωρο μικρό πλασματάκι. Πώς είναι δυνατόν να βρίσκεται εκεί χειμώνα καιρό μόνο του. Ο φύλακας αναστενάζοντας του λέει:

«Είναι μεγάλη ιστορία κύριε, πού να σας τα λέω. Το μωρό είναι η τρίτη μέρα σήμερα που είναι εκεί, άντε να αντέξει με τέτοια παγωνιά ακόμη μια δυο μέρες, μετά όπως όλα θα πάψει να κλαίει για πάντα».

Ο κυρ-Δημήτρης ακούγοντας τα λόγια του φύλακα έχασε τη λαλιά του, τον κοιτούσε λες και είχε χάσει τα λογικά του, λες και έβλεπε ένα κακό όνειρο. Ο φύλακας τον έφερε και πάλι την πραγματικότητα.

«Κύριε με ακούτε;»

«Ναι, ναι», απάντησε ο καλοσυνάτος άνδρας.

«Και δεν μου λες», βιάστηκε να τον ρωτήσει, «τι θ’ απογίνει το μωρό;»

«Μα, σας είπα, κύριε, μια δυο μέρες ακόμα και μετά...». Κούνησε το χέρι αόριστα, λες και έλεγε κάτι το πολύ απλό και τιποτένιο.

Αλλά μέσα σ’ αυτή τη θύελλα του πολέμου ποιος μπορούσε να παρεξηγήσει κανένα, ο θάνατος ήταν πια μια καθημερινή πράξη, τίποτε άλλο δεν άκουγες. Παρά μόνο σπαραγμό και θάνατο. Ο καλόψυχος όμως αυτός πατέρας, παρ’ όλα τα όσα πέρναγε καθημερινά, δεν μπορούσε να αφήσει να περάσει έτσι απαρατήρητη η ζωή ενός παιδιού. Έτσι πήρε και πάλι την απόφασή του. Θα μάθαινε τι ήταν αυτό το παιδί και τι σκόπευαν οι δικοί του γι’ αυτό. Πήγε λοιπόν αμέσως στο διευθυντή του νοσοκομείου. Έπρεπε να ενδιαφερθεί, το ένιωθε καθήκον του από τη στιγμή που άκουσε το κλάμα του μωρού στην ψυχή του να εκλιπαρεί για βοήθεια. Ανέβηκε στον πρώτο όροφο, κτύπησε ελαφρά την πόρτα που του υπέδειξε η νοσοκόμα και μπαίνοντας μέσα βρέθηκε απέναντι σε έναν ασπροντυμένο κύριο, περίπου στη δική του ηλικία.

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;», του είπε ο ασπροντυμένος κύριος.

«Ξέρετε, έξω στο προαύλιο, μέσα σε ένα κάρο, βρίσκεται ένα μωρό και η παγωνιά το έχει κοκαλώσει. Εάν μείνει εκεί θα πεθάνει...». Είχε μπερδέψει τα λόγια του, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του, πονούσε η ψυχή του αβάσταχτα.

«Ναι, ναι, δυστυχώς το ξέρω, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτε απολύτως, το νοσοκομείο δεν έχει χώρο για περιποίηση μωρών, αλλά όπως θα δείτε, δεν έχουμε χώρο ούτε και για άλλα περιστατικά. Είμαστε υπερπλήρεις. Και τη μάνα του μωρού με το ζόρι την βάλαμε στο διάδρομο σε ένα ράντσο».

Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε έξω από το παράθυρο, ενώ ο κύριος Δημήτρης είχε παγώσει. Μέσα στο μυαλό του δυο λόγια κτυπούσαν σαν δυνατές καμπάνες και του τρυπούσαν την ψυχή: «Δεν χωράει πουθενά».

«Θεέ μου», συλλογίστηκε, αυτά τα λόγια ειπώθηκαν για ένα μωρό, έναν άγγελο του Θεού, μια αθώα ψυχή που δεν έφταιξε σε τίποτα, ούτε για το ότι ήρθε στον κόσμο, αλλά ούτε και για τον τρισκατάρατο πόλεμο».

Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε πάλι η φωνή του διευθυντού:

«Εδώ, στον ίδιο όροφο, στον διάδρομο, είναι η μητέρα του άρρωστη. Έχει υψηλό πυρετό από την πείνα και τις κακουχίες, αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι έχει βγει το πόδι της από το γοφό».

Σταμάτησε για λίγο, λες και ξανασκεφτόταν πάλι αυτή την υπόθεση και ο «πατέρας της γειτονιάς» βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει:

«Καλά και ο άνδρας της, οι γονείς της, πού είναι; Δεν της συμπαραστέκονται; Το μωρό τι θα απογίνει;»

Ο διευθυντής τον πλησίασε, είδε το ενδιαφέρον και τη λύπη του και του λέει:

«Ακούστε κύριε, δεν σας γνωρίζω, αλλά μου κάνει μεγάλη εντύπωση το ενδιαφέρον σας. Η γυναίκα αυτή, που ούτε καν είναι γυναίκα ακόμα, γιατί είναι και δεν είναι δεκαοχτώ χρονών, πριν λίγους μήνες δηλαδή τον καιρό που ήταν έγκυος, λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί απ’ το χωριό της, αφού κατέστρεψαν ό,τι κατέστρεψαν, πήραν και κάποιους ομήρους και για εκδίκηση τους τουφέκισαν στην πλατεία του χωριού. Είναι από ένα χωριό μικρό που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομά του. Η κοπελίτσα βλέποντας αυτό το φοβερό γεγονός κόντεψε να τρελαθεί. Έτρεξε να προλάβει τον αγαπημένο της να τον ελευθερώσει από τα χέρια του κατακτητή, αλλά μάταια. Μέσα στην παραζάλη της σκόνταψε σε κάτι πέτρες, έπεσε και χτύπησε άσχημα. Έτσι παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση μέχρι που γέννησε και τώρα που το σώμα ελευθερώθηκε από την εγκυμοσύνη φάνηκε το ελάττωμα με πόνους     και δυσκολία στο βάδισμα του δεξιού ποδιού».

Ο κύριος Δημήτρης τα είχε χαμένα, όλη του η σκέψη είχε συγκεντρωθεί σε αυτή την τρομερή ιστορία, ξέχασε και την ώρα που έπρεπε να είναι στη δουλειά του, ξέχασε και το τρομερό κρύο που έκανε, ξέχασε τα πάντα, η μόνη του έννοια τώρα ήταν να καταφέρει να γλιτώσει το δύστυχο παιδί από τον βέβαιο θάνατο.

Παίρνει πάλι το θάρρος και ρωτάει τον κύριο που είχε μπροστά του:

«Μπορώ να δω την κοπέλα, δηλαδή τη μητέρα του παιδιού;»

«Ναι, βέβαια», λέει ο προϊστάμενος του νοσοκομείου και ειδοποιεί μια νοσοκόμα. Αμέσως παρουσιάστηκε μια κοπέλα. «Οδήγησε σε παρακαλώ τον κύριο στην κοπέλα με το σπασμένο πόδι που έφεραν από το χωριό, ξέρεις αυτή που έχουμε το μωρό έξω».

«Θεέ μου», συλλογίστηκε ο πονόψυχος άνθρωπος, «πόσο ανάλαφρα σκέφτονται μερικοί άνθρωποι;». Και ακολούθησε τη νοσοκόμα. Εκείνη σταμάτησε, του έδειξε με το χέρι την κοπέλα που ήταν τυλιγμένη μέσα στην κουβέρτα και έφυγε να συνεχίσει τη δουλειά της. Ο φιλόστοργος «πατέρας της γειτονιάς» στάθηκε για λίγο να την κοιτάει, ενώ εκείνη είχε κλειστά τα μάτια πονούσε η ψυχή του αβάσταχτα και συλλογιζόταν χίλια δυο πράγματα που όλα του έφερναν δάκρυα στα μάτια. Για μια στιγμή η κοπέλα άνοιξε τα μάτια, τον κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα και του είπε:

«Θέλετε κάτι από μένα;».

Ο κύριος Δημήτρης συνήλθε αμέσως και με καλοσύνη και αγάπη που είχε τόσο πολύ μέσα στην ψυχή του της λέει:

«Πώς πάει η υγεία σου; Νιώθεις καλύτερα;»

Η κοπέλα έκανε ένα μορφασμό αφηρημένο και αναστέναξε. Ο κύριος Δημήτρης τράβηξε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα κοντά της και άρχισε να τη ρωτάει με πατρική στοργή:

«Δεν έχεις γονείς; Δεν έχεις κανένα; Το μωρό τι θα απογίνει;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και με εμπιστοσύνη, σαν να τον ήξερε χρόνια, του λέει:

«Ακούστε κύριε, δεν σας γνωρίζω, αλλά από τον τρόπο που με ρωτάτε, κατάλαβα ότι έχετε μέσα σας μεγάλη καρδιά». Ξέσπασε σε ένα αναφιλητό που ράγισε την καρδιά του πονόψυχου άνδρα. Η κοπέλα σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε:

«Δεν έχω γονείς, εδώ και χρόνια, έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό, ας τον πούμε αδελφό, αν και δεν με πονάει. Με πάντρεψε, λοιπόν, μικρή πριν χρόνια για να πάρουμε κάποια χωράφια που έδιναν στο χωριό, αλλά μόνο στους παντρεμένους. Έτσι βρέθηκα και εγώ χωρίς να ξέρω τι θα πει οικογένεια με άνδρα και παιδιά, γιατί μη με βλέπεις μικρή, έχω τρία παιδιά και αυτό το μωρό στο κάρο».

Εκείνη τη στιγμή ο κύριος Δημήτρης στο άκουσμα του μωρού ταράχτηκε.

«Τι θα απογίνει», ρώτησε με φανερή απορία.

«Δεν ξέρω, εγώ δεν μπορώ να το μεγαλώσω, έχω άλλα τρία μικρά, το πιο μεγάλο είναι πέντε χρονών, κανένας δεν με βοηθάει δεν έχω ούτε πού να μείνω, μα ούτε και να τα θρέψω, τον άνδρα μου τον σκότωσαν πριν τέσσερις μήνες οι Γερμανοί. Από τότε έσπασα και το πόδι μου και να δω τι θα γίνει και με την υγεία μου. Ο πόλεμος μπορεί να τελειώνει για όλους, αλλά για μένα συνεχίζεται. Ο αδελφός μου είναι σκληρός, δεν φροντίζει τα τρία παιδιά μου και τώρα ούτε ξέρω τι κάνουν και πού βρίσκονται».

Τα είπε όλα αυτά τόσο γρήγορα, λες και ήθελε να τα βγάλει από μέσα της, σαν να την βάραινε κάτι αβάσταχτο. Ο κύριος Δημήτρης της χάιδεψε τα μαλλιά και την ξαναρωτάει:

«Και το μωρό τι θα το κάνεις;»

«Δεν ξέρω», απαντά αναστενάζοντας. «Η νοσοκόμα μου είπε ότι δεν έχει ζωή, εξάλλου πώς θα ζήσει, έχει να φάει τρεις μέρες περίπου και ποιος θα το μεγαλώσει; Εγώ δεν έχω τη δύναμη». Σταμάτησε. Ήταν η ώρα που έπρεπε ο κύριος Δημήτρης να ολοκληρώσει και να της ζητήσει την άδεια για τη ζωή του μωρού.

«Άκου κοπέλα μου, όλα αυτά που σου συμβαίνουν είναι συγκλονιστικά και με έκαναν να υποφέρω αφάνταστα. Εγώ θα ήθελα να σε βοηθήσω, έχω μια καλή δουλειά, κουτσά στραβά τα βγάζω πέρα, η γυναίκα μου είναι ένας υπέροχος άνθρωπος αλλά ο Θεός δεν μας αξίωσε να έχουμε δικά μας παιδιά. Θα ‘θελες να μας προσφέρεις αυτό το παιδί, να το αναστήσουμε και να βοηθήσουμε και εσένα;»

Η κοπέλα ξαφνιάστηκε. Το πρόσωπό της πήρε φως και φάνηκε η ομορφιά της, προσπάθησε να ανακάτσει στο κρεβάτι για να τον βλέπει καλύτερα, αλλά ένα επιφώνημα πόνου βγήκε από τα χείλη της:

«Ωχ»! Ήταν άραγε πόνος του σώματος ή της ψυχής;

Βλέποντας μια ακτίδα φωτός στο πρόσωπο του καθώς πρέπει κυρίου, η κοπέλα πήρε την απόφαση:

«Πάρτο», είπε κοφτά. «Έτσι κι αλλιώς είναι πεθαμένο».

Ο κύριος Δημήτρης της έπιασε το χέρι, την ευχαρίστησε, της υποσχέθηκε ότι θα έρχεται κάθε μέρα να τη βλέπει, να τη βοηθάει, μα πιο πολύ ότι θα φροντίσει το παιδί της σαν δικό του παιδί, εάν του το χαρίσει ο Θεός, γιατί τώρα μόνο εκείνος ήξερε τι θα επακολουθούσε για το παγωμένο και εγκαταλειμμένο αγγελούδι. Απομακρύνθηκε και τράβηξε πάλι προς το γραφείο του διευθυντή. Κτύπησε ευγενικά την πόρτα και αφού βρέθηκε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με τον ασπροφορεμένο κύριο, του διηγήθηκε όλη την ιστορία που πρόσφατα είχε μάθει από την ασθενή του και του ζήτησε την άδεια να πάρει το εγκαταλελειμμένο μωρό. Εκείνος, με μια έκφραση ανακούφισης έδωσε τη συγκατάθεσή του και αμέσως ένιωσε πολύ καλύτερα, μια και αυτός κατά βάθος υπέφερε για το γεγονός, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι και απλό πράγμα  να έχεις ένα άρρωστο και ξένο παιδί σε καιρό πολέμου, φτώχειας και δυστυχίας, ενώ δεν είσαι άξιος να φροντίσεις ούτε τα δικά σου παιδιά. Έτσι ο κύριος Δημήτρης, έχοντας φτερά τώρα στα πόδια του κατευθύνθηκε προς τηνέξοδο ένιωθε ότι κάθε λεπτό που καθυστερούσε ήταν εις βάρος της υγείας του μικρού μωρού που ήταν και δεν ήταν δύο μηνών.

Με πολύ μεγάλη προσοχή, σαν να άγγιζε κάτι πολύ πολύτιμο και εύθραυστο, πήρε στην αγκαλιά του τον παγωμένο μπόγο μια και έτσι έμοιαζε, ενώ το μικρό παιδί είχε αποκοιμηθεί, κουρασμένο και εξαντλημένο.

Το ακούμπησε στο στήθος του και ταυτόχρονα ένοιωσε την καρδιά του να κτυπά δυνατά σαν τα πρώτα χτυποκάρδια της εφηβείας. Το κοίταξε από το άνοιγμα της παγωμένης κουβέρτας και με δάκρυα στα μάτια υποσχέθηκε στο πονεμένο παιδί απεριόριστη πατρική στοργή και αγάπη. Βάδιζε βιαστικά προς το σπίτι του που δεν ήταν και πολύ μακριά.

Με το άνοιγμα της πόρτας, η καλή του γυναίκα ξαφνιάστηκε.

«Τι έφερες καλέ μου;», του είπε και άπλωσε τα χέρια να πάρει το βαρύ φορτίο που κρατούσε αγκαλιά.

«Πρόσεχε, πρόσεχε γυναίκα, είναι πολύτιμο μα και εύθραυστο».

Η γυναίκα απόρησε και έκανε λίγο προς τα πίσω, ήταν αδύνατον να πάει το μυαλό της στο τι περιείχε αυτός ο τόσο πολύτιμος μπόγος για τον άνδρα της. Εκείνος με τη σειρά του τον ακούμπησε απαλά επάνω στο καλοστρωμένο κρεβάτι και τότε μόνο η καλοκάγαθη γυναίκα κατάλαβε, σαν είδε το μαυρισμένο μικροσκοπικό κεφαλάκι ενός μωρού. Ένα επιφώνημα απορίας και έκπληξης βγήκε από τα χείλη της και με πολύ κόπο ρωτάει τον άνδρα της:

«Τι είναι αυτό το μωρό, Δημήτρη; Πού το βρήκες, ποιος το έχασε;»

«Ησύχασε, καλή μου γυναίκα και θα στα εξηγήσω όλα με υπομονή αργότερα. Τώρα πρόσεχε, να μου πεις εάν θα μπορέσεις να το φροντίσεις, γιατί πρέπει να είναι άρρωστο, βρώμικο και πεινασμένο.

«Μα και βέβαια, το ρωτάς; Πρέπει να το σώσουμε, πρέπει να το ζεστάνω».

Και χωρίς άλλες ερωτήσεις ετοίμασε ζεστό νερό και καθαρά ρουχαλάκια για να φροντίσει με μητρική στοργή το ταλαιπωρημένο μωρό.

Ο καλός άνδρας της την παρακολουθούσε με τόση στοργή, που του ερχόταν η επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Την αγαπούσε τόσο πολύ, του είχε φερθεί τόσα χρόνια σαν πραγματικός άγγελος. Κοιτάζοντάς την με θαυμασμό της είπε:

«Σ’ ευχαριστώ γυναίκα που δέχτηκες να κρατήσουμε αυτό το παιδί και να το γλιτώσουμε από βέβαια θάνατο».

Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι δύο φρόντιζαν τα δύο μικρά παιδιά που τους είχε φέρει στο δρόμο τους ο Θεός. Είχαν πάψει πια να στεναχωριούνται και να σκέφτονται εάν θα έκαναν δικό τους παιδί. Είχαν κάνει με τη βοήθεια του Θεού και με την δική τους υπερβολική αγάπη κάτι πολύ περισσότερο, μια θεϊκή πράξη, που είναι πολύ δύσκολη να γίνει από απλούς αδύναμους ανθρώπους. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, όχι όμως η φτώχεια, η μιζέρια και ο πόνος. Ο κύριος Δημήτρης πήγαινε καθημερινά στο νοσοκομείο και έκανε συντροφιά στην πονεμένη κοπέλα, βοηθούσε όσο μπορούσε με χίλιους δυο τρόπους.

Ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες, το μικρό παγωμένο παιδί άρχισε να αναρρώνει, έφτιαξε το χρώμα του, ζεστάθηκε το σωματάκι του και η ψυχή του στην αγκαλιά της φιλόστοργης μάνας και άρχισε να μεγαλώνει σαν ένα φυσιολογικό παιδί μέσα σε ένα υγιές περιβάλλον.

Τα δύο παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν ακόμα τον πόνο που υπήρχε γύρω τους, αλλά ούτε και το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή για όλους. Έπαιζαν αμέριμνα, ενώ οι θετοί τους γονείς τα παρακολουθούσαν με ένα ελαφρό χαμόγελο και με ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών τους που κυλούσε αργά στα αυλακωμένα από τον πόνο και τις κακουχίες μάγουλά τους.

Στο μυαλό τους χίλιες και σκέψεις τριγυρνούσαν εικόνες από αυτά που έζησαν τα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει το ένα φρόντιζε και αγαπούσε το άλλο, μεγάλωναν σαν αδέλφια, έπαιζαν και ένιωθαν ευτυχισμένα. Ο κύριος Δημήτρης συνέχιζε το έργο του στα παιδιά της γειτονιάς και στη δουλειά της. Ήταν όμως παραμονή Χριστουγέννων και έπρεπε να πάρει κάτι για τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, έπρεπε να τους δώσει κάποια χαρά ύστερα από τόσο κόπο και πόνο.

Μπήκε λοιπόν σε ένα καλό μαγαζί της πόλης, πήρε ένα δωράκι για την αγαπημένη του γυναίκα, μια και γιόρταζε, πήρε και από ένα ωραίο δώρο για τα δυο μικρά παιδιά του και ξεκίνησε για το σπίτι.

Στο δρόμο, όλοι με σεβασμό τον χαιρετούσαν βγάζοντας το καπέλο, αυτός ένιωθε περήφανος, ικανοποιημένος ότι τις δύσκολες μέρες είχε κάνει σωστά το χρέος του αυτή ήταν και η αμοιβή του απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. Έφτασε στο σπιτικό του, τον υποδέχθηκαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που έπεσαν επάνω του φωνάζοντας «ήρθε ο μπαμπάς, μας έφερε δώρα».

Η καλή του γυναίκα ξεπρόβαλε από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της. «Ήρθες νωρίς σήμερα, δεν σε περίμενα τέτοια ώρα», του λέει.

«Πήρα λίγες ώρες άδεια, εξ’ άλλου σήμερα δεν είχαμε και πολύ δουλειά και σας πήρα κάτι για τα Χριστούγεννα».

Τα μικρά παιδιά προσπαθούσαν να ανοίξουν το καθένα το κουτί που είχε φέρει ο πατέρας. Και οι δύο τα σκέπαζαν με το βλέμμα του το στοργικό και ένα χαμόγελο άνθιζε στα χείλη τους, βλέποντας την προσπάθειά τους να ανοίξουν τα κουτιά.

Ένα επιφώνημα χαράς και από τα δύο παιδιά. Τα κουτιά είχαν δύο πολύ όμορφες κούκλες. Έπεσαν επάνω του, τον αγκάλιασαν, τα φίλησε ο καλός πατέρας και τα ρώτησε χαϊδεύοντας τα σγουρά τους μαλλιά. «Σας αρέσουν;»

«Ναι, ναι», είπαν και τα δύο μαζί και έτρεξαν να απολαύσουν το παιχνίδι τους στο άλλο δωμάτιο.

«Πόσο όμορφα νιώθω όταν βλέπω χαρούμενα παιδικά πρόσωπα», είπε στη γυναίκα του, που κάθισε δίπλα του κοιτάζοντάς τον με απέραντη αγάπη και θαυμασμό.

«Έλα», της είπε. «Αυτό το μικρό κουτάκι είναι για σένα».

Η γυναίκα το έπιασε στα χέρια της και με προσοχή το άνοιξε, ενώ τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μέσα είχε δυο χρυσές βέρες που έλαμπαν. Τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια, χωρίς να μπορέσει να πει τίποτα έπεσε στην αγκαλιά του και ενώ εκείνος χάιδευε απαλά το κορμί της, της είπε: «Στο είχα υποσχεθεί, η αγάπη μας κράτησε τόσα χρόνια και χωρίς τις βέρες, τώρα που τα πράγματα διορθώθηκαν λίγο τις ξαναποκτήσαμε για να μη μου στενοχωριέσαι».

Αυτός ήταν «ο πατέρας της γειτονιάς». Όλα τα σκεφτόταν με αγάπη, η ίδια η ζωή του ήταν μια προσφορά αγάπης. Πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν αυτό το θείο χάρισμα!.. Πόσοι τέτοιοι άγγελοι άραγε βρίσκονται στη γη;

Πάντα ο Θεός βλέπει από ψηλά τις πράξεις μας, όποιες και αν είναι. Έτσι τον αντάμειψε με αυτά που ο ίδιος επιθυμούσε πάντα από τη ζωή του. Τα δυο παιδιά που του πρόσφερε ο Θεός του έδωσαν πολλές χαρές, τον έκαναν περήφανο και ευτυχισμένο στα γεράματά του. Ο Θεός τον αξίωσε να τα δει παντρεμένα και να τα ;;;;;;;; «σε ανδρός πλάτες πριν φύγει», όπως έλεγε. Τα γεράματά του κύλησαν ήρεμα και όταν ήρθε η ώρα να φύγει για το μεγάλο ταξίδι, έδωσε την ευχή του μαζί με ένα δάκρυ που κύλησε από τα γλυκά του μάτια.

«Ο πατέρας της γειτονιάς» είχε φύγει για πάντα, αφήνοντας πίσω του κατ’ εικόνα του τα πλάσματα που αγάπησε.

Η ψυχή του θα είναι ανάλαφρη και εκεί ακριβώς που ο ίδιος πάντα επιθυμούσε, κοντά στο Θεό που λάτρευε και στην αγαπημένη ακούραστη σύντροφο της ζωής του.

Ευφροσύνη Κακογιαννάκη Λιβανίου